Ετικέτα: ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΟ

  • τσότρα, η [‘tsotra]

    τσότρα, η [‘tsotra]: ξύλινο δοχείο, με πλατιά βάση που στενεύει προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί ή νερό. [αντδ. < τουρκ. çotra, çotura < ιταλ. ciotola < συμφυρ. λατ. cyathus < αρχ. κύαθος & λατ. cotyla < αρχ. κοτύλη]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταπέτο, το [ta’peto]

    ταπέτο, το [ta’peto]: χαλί. [αντδ. < ιταλ. tappeto < λατ. tappetum < αρχ. ταπητ- (τάπης δες στο τάπητας)].

  • κόφα, η [‘kofa]

    κόφα, η [‘kofa]: μεγάλο και φαρδύ κοφίνι χωρίς χερούλια. [μσν. κόφα αντδ. < ιταλ. coffa < ισπαν. cofa < αραβ. quffa < αρχ. κόφινος]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κόρδα, η [‘korða]

    κόρδα, η [‘korða]: α. χορδή. β. δοκάρι στέγης. [μσν. κόρδα αντδ. < λατ. chorda < αρχ. χορδή]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κάνουλα, η [‘kanula]

    κάνουλα, η [‘kanula]: ξύλινη βρύση σε βαρέλι κρασιού. [μσν. κάνουλα αντδ. < υστλατ. cannula υποκορ. του canna].

  • δράμι, το [‘ðrami]

    δράμι, το [‘ðrami]: παλαιότερη μονάδα βάρους, το ένα τετρακοσιοστό (1/400) της οκάς. [αντδ. < μσν. δράμι(ον) < αραβ. dirhem ( [-ém] ) με μετάθ. του [r], κατά τη σημ. του τουρκ. dirhem ( [-ém], μετακ. τόνου;) < αρχ. δραχμή ‘μικρή μονάδα βάρους, δραχμή΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • άμπακας, ο [‘ambakas]

    άμπακας, ο [‘ambakas]: στη Φράση: ”Εφαγε τον άμπακα’ (υπερβολικά) [< άμπακος ‘σχολική πλάκα (που είχε στρωμένη άμμο για γράψιμο)΄, κατ΄ επέκτ.: ’πολύ σαν την άμμο“ αντδ. < ιταλ. abbaco -ς < λατ. abacus < αρχ. ἀβακ- (ἄβαξ δες άβακας) και μεταπλ. άμπακ(ος) -ας]. Και: https://ilialang.gr/άμπακος-ο/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αμόλα καλούμπα [a’mola ka’lumba]

    αμόλα καλούμπα [a’mola ka’lumba]: άφησε ελεύθερο σχοινί στον αετό. [αντδ. < ιταλ. ή βεν. caloma, caluma ‘επιβράδυνση του καραβιού με δέσιμο σκοινιού΄ < υστλατ. *calauma < *chalagma < ελνστ. χάλασμα ‘χαλάρωμα΄ ( [m > b] ανάμεσα σε φων. ύστερα από [l] )].

  • άμπακος, ο [Ꞌambakos]

    άμπακος, ο [‘ambakos]: στη Φράση: ”Εφαγε τον άμπακο’ (υπερβολικά) [< άμπακος ‘σχολική πλάκα (που είχε στρωμένη άμμο για γράψιμο)΄, κατ΄ επέκτ.: ’πολύ σαν την άμμο“ αντδ. < ιταλ. abbaco -ς < λατ. abacus < αρχ. ἀβακ- (ἄβαξ δες άβακας) και μεταπλ. άμπακ(ος) -ας]. Και: https://ilialang.gr/άμπακας-ο-abakas/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • φιντάνι, το [fi’dani]

    φιντάνι, το [fi’dani]: α. το βλαστάρι. β. νεαρό πονηρό άτομο: ‘Είναι φιντάνι αυτός! Μην τον εμπιστεύεσαι’. [αντδ. < τουρκ. fidan -ι < αρχ. φυτόν].

  • τούμπι, το [‘tumbi]

    τούμπι, το [‘tumbi]: εξόγκωμα εδάφους, όγκος. [< τούμπα η ‘λόφος που δημιουργήθηκε από συσσώρευση χωμάτων ή άλλων υλικών’. < μσν. τούμπα αντδ. < υστλατ. tumba `τάφος΄ < αρχ. *τύμβα, τύμβος (προφ. [mb] )]. Και: https://ilialang.gr/τσούμπι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πλιγούρι, το [pli’γuri]

    πλιγούρι, το [pli’γuri]: πρόχειρο φαγητό από βρασμένο κομμένο σιτάρι. [ίσως < *πνιγούρι < πνίγ(ω) -ούρι (επειδή πριν αλεστεί βράζεται)· αντδ. < τουρκ. bulgur < πλιγούρι].

  • μπούσουλας, ο [‘busulas]

    μπούσουλας, ο [‘busulas]: ναυτική πυξίδα. [μσν. μπούσουλας < μπούσουλα η (μεταπλ. με βάση την αιτ.) αντδ. < ιταλ. bussola ( [o > u] από προχωρ. αφομ. [u-o > u-u] ή από επίδρ. του [l] ) < υστλατ. buxida < ελνστ. πυξίδα, αιτ. της λ. πυξίς, δες και πυξίδα].

  • μούργα, η [Ꞌmurγa]

    μούργα, η [‘murγa]: α. το κατακάθι του λαδιού. β. η μελαμψή γυναίκα. [αντδ. < λατ. amurga (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-amu > miamu > mia–mu] ) ή μέσω του ιταλ. murga < αρχ. ἀμόργη (ίδ. σημ. καθώς και όν. σχετικής βαφής)].

  • λαήνα, η [la’ina]

    λαήνα, η [la’ina]: πήλινο δοχείο για υγρά και τρόφιμα [αντδ. < μσν. λαγήνα < λατ. lῶgaena ( [lá-] ), lagena ( [-gé-] ) < αρχ. λάγυνος (πρβ. ελνστ. λάγηνος < λατ. lagena ( [-gé-] ))· αποβ. του μεσοφ. [j] ] · λαήνα. (Μηνάς 1978: 44, Δαγκ.· κατά Ανδρίτσαινα < λατ. lagena <αρχ. ουσ. λάγυνος)]. Βλ. […]