Ετικέτα: ΑΛΒΑΝΙΚΗ
-
μπέσα, η [‘mbesa]
μπέσα, η [‘mbesa]: εμπιστοσύνη. [αλβ. besa ‘η μπέσα’].
-
μπαμπέσης, ο [ba’besis]
μπαμπέσης, ο [ba’besis]: ο προδότης. [αλβ. pabes(ë) -ης με ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b]· μπαμπέσ(ης) -α].
-
μπακανιάρικο, το [baka’ɲariko]
μπακανιάρικο, το [baka’ɲariko]: το άρρωστο παιδί. [αλβ. baka -νιάρικο ‘η κοιλιά’].
-
ζουλάπι, το [zu’lapi]
ζουλάπι, το [zu’lapi]: α. άγριο ζώο. β. ως κλητική προσφώνηση ή χαρακτηρισμός προσώπου, ο οποίος δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση ο κουτοπόνηρος: ‘Είναι τελείως ζουλάπι αυτός’ [βλάχ. zulap(e) -ι ή αλβ. zullapi]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i