Ετικέτα: ΑΛΒΑΝΙΚΗ

  • φιλέρι, το [fi’leri]

    φιλέρι, το [fi’leri]: ροζ ή κόκκινο σταφύλι. [αλβα. fillër -ι].

  • μπέσκος [‘mbeskos]

    μπέσκος, -α, -ο [‘mbeskos]: α. ελεύθερος. β. τεμπέλης, ρέμπελος. [αλβ. bes(a) -κος ‘η μπέσα’]. Και: https://ilialang.gr/μπέσικος-ο/

  • τσούπα, η [‘tʃupa]

    τσούπα, η [‘tʃupa]: α. κόρη: ‘Έχει ένα παιδί και δύο τσούπες’. β. κορίτσι, κοπέλα. [αλβ. tšuprë, tšupa]. Και: https://ilialang.gr/τσούπρα-η/ Και: https://ilialang.gr/τσουπί-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσούνα, η [‘tʃuna]

    τσούνα, η [‘tʃuna]: τα γεννητικά όργανα παιδιού. [αλβ. tşuni ‘το αγόρι΄].

  • τσουπαρώνα, η [tʃupa’rona]

    τσουπαρώνα, η [tʃupa’rona]: ομορφοκόριτσο.’Είναι μια τσουπαρώνα αυτή!’ [< τσούπ(α) –άρ(α) -ώνα].

  • πίπιζα, η [‘pipiza]

    πίπιζα, η [‘pipiza]: ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο με δυνατό ήχο. [αλβ. pipëza].

  • ντορός, ο [do’ros]

    ντορός, ο [do’ros]: τα ίχνη που αφήνει το θήραμα: ‘Tο σκυλί βρίσκει τον ντορό’. β. (μτφ.) μπαίνω στον ντορό, αρχίζω να ζω μια τακτική, κάπως τυποποιημένη ζωή: ‘Όταν παντρευτεί, θα μπει κι αυτός στον ντορό’. [αλβ. toruam ‘ίχνος θηράματος, αχνάρι’ ή τουρκ. tore ‘συνήθεια, κανόνας’]. Πηγή:  http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπομπότα, η [bo’bota]

    μπομπότα, η [bo’bota]: ψωμί παρασκευασμένο από καλαμποκίσιο αλεύρι. [αλβ. bobot(;) -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπακανιάρης [baka’ɲaris]

    μπακανιάρης, -α, -ικο [baka’ɲaris]: α. αυτός που τρώει πολύ: ‘Είναι μπακανιάρης ο άτιμος!’. β. άρρωστο παιδί. [αλβ. baka ‘η κοιλιά΄ -νιάρης]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • μάρκαλος, ο [‘markalos]

    μάρκαλος, ο [‘markalos]: το ζευγάρωμα των προβάτων. [ίσως < αλβ. merr ‘βατεύομαι΄ + kal(ë) ‘άλογο΄-ος]. Όπως και: https://ilialang.gr/μαρκάλημα-το-markalima/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λούμπα, η [‘lumba]

    λούμπα, η [‘lumba]: λακκούβα με θολό και βρόμικο νερό. [αλβ. luba ‘λάκκος΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κάρκαλο, το [‘karkalo]

    κάρκαλο, το [‘karkalo]: το κεφάλι: ‘Μου ξεσήκωσε το κάρκαλο’ (μου πήρε το κεφάλι). [ίσως, αλβ. karkalec -ος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • γουβάς, ο [γu’vas]

    γουβάς, ο [γu’vas]: κουβάς. [αλβ. guv(ë) ‘κοίλωμα΄-ας].

  • γούβωμα, το [‘γuvoma]

    γούβωμα, το [‘γuvoma]: η γούβα. [γουβώ(νω) -μα < αλβ. guv(ë) ‘κοίλωμα΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκέκας [‘gekas]

    γκέκας, ο [‘gekas]: όνομα σκύλου. [αλβ. gege -ας]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκιουλέκας, ο [ɟu’lekas]

    γκιουλέκας, ο [ɟu’lekas], πληθ. γκιουλέκηδες: ο νταής, ο ψευτοπαλικαράς. [ίσως ανθρωπων. (όν. Aλβανού επαναστάτη)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αμπάριζα, η [a’mbariza]

    αμπάριζα, η [a’mbariza]: ομαδικό παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου [ίσως, αλβ. ambares(e) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • τσούπρα, η [‘tʃupra]

    τσούπρα, η [‘tʃupra]: α. κόρη: ‘Έχει ένα παιδί και δύο τσούπρες’. β. κορίτσι, κοπέλα. [αλβ. tšuprë, tšupa]. Και: https://ilialang.gr/τσούπα-η-tʃupa/ Και: https://ilialang.gr/τσουπί-το/

  • τσουπί, το [tʃu’pi]

    τσουπί, το [tʃu’pi]: το κορίτσι. [αλβ. tšuprë, tšupa -ί]. Και: https://ilialang.gr/τσούπρα-η/ Και: https://ilialang.gr/τσούπα-η-tʃupa/

  • μπέσικος [‘mbesikos]

    μπέσικος, -η, -ο [‘mbesikos]: α. ελεύθερος. β. τεμπέλης, ρέμπελος. [αλβ. bes(a) -ικος ‘η μπέσα’]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπέσκος-mbeskos/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o