Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
-
αράπης, ο [a’rapis]
αράπης, ο [a’rapis]: το μαύρο σκυλί. [τουρκ. Arap -ης < αραβ. ῾Arab].
-
τριλείρης, ο [tri’liris]
τριλείρης, ο [tri’liris]: πετεινός με τρία λειριά. [< τρι(α) + λειρ(ί) -ης].
-
καλτσουνάτη, η [kaltsu’nati]
καλτσουνάτη, η [kaltsu’nati]: η κότα που έχει πούπουλα στα πόδια. [< ιταλ. calz(a) -ουνάτη].
-
πετρωτή, η [petro’ti]
πετρωτή, η [petro’ti]: κότα με άσπρα και μαύρα πούπουλα. [< πέτρ(α) -ωτή].
-
λαθουράτη, η [laθu’rati]
λαθουράτη, η [laθu’rati]: κότα που έχει σκούρο κεφάλι και άσπρα πούπουλα.
-
μπιρμπιλή, η [birbi’li]
μπιρμπιλή, η [birbi’li]: η κότα που έχει διάφορα χρώματα στα πούπουλα. [μπιρ-: ίσως τουρκ. bülbül dişi (bülbül ‘αηδόνι΄ dişi `θηλυκό ταίρι΄) με ανομ. των υγρών συμφ. [l-l > r-l] θηλ. -ή].
-
τσιμπουρή, η [tsimbu’ri]
τσιμπουρή, η [tsimbu’ri]: η προβατίνα που έχει μικρές ρώγες. [τσιμπούρ(ι) -ή].
-
κάτσαινα, η [‘katsena]
κάτσαινα, η [‘katsena]: προβατίνα με καφέ πρόσωπο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
βάκρα, η [‘vakra]
βάκρα, η [‘vakra]: προβατίνα με μαύρο πρόσωπο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i, Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μολαΐμικο, το [mola’imiko]
μολαΐμικο, το [mola’imiko]: το ήρεμο κριάρι.
-
μαρτίνι, το [ma’rtini]
μαρτίνι, το [ma’rtini]: το κριάρι.
-
πράσι, το [‘prasi]
πράσι, το [‘prasi]: ο χώρος των γουρουνιών.
-
ψωμώνω [pso’mono]
ψωμώνω [pso’mono]: α. (για τον καρπό σιτηρών, οσπρίων κτλ.) ωριμάζω καλά, έτσι που να αποκτήσω καρπό με πολλή σάρκα· μεστώνω: ‘Ψώμωσαν τα σιτηρά’. || (σπάν.) συντελώ στην ωρίμανση. β. (για άνθρ.) αποκτώ αρκετή και σφιχτή σάρκα, έτσι που να φαίνεται ότι έχω σωματική δύναμη· γίνομαι εύρωστος: ‘Ψωμωμένο παλικάρι’ (γεροδεμένο). [ψωμ(ί) -ώνω].
-
ψιχαστήρα, η [psixa’stira]
ψιχαστήρα, η [psixa’stira]: μεταλλική χειροκίνητη συσκευή για τον ψεκασμό του αμπελιού: ‘Πάρε την ψιχαστήρα για τ’αμπέλι’. [λόγ. ψεκασ- (ψεκάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. sprinkler].
-
ψιλολιές, οι [psilo’ʎes]
ψιλολιές, οι [psilo’ʎes]: οι ψιλές ελιές. [< ψιλ(η) -ο- (ε)λ(ιά) -ιες].
-
χοντρικό, το [xondri’ko]
χοντρικό, το [xondri’ko]: μεγάλο γιδοπρόβατο [< χοντρ(ός) -ικός· λόγ. επίδρ.]. Και: https://ilialang.gr/χοντρό-το-xodro/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χοντρολιές, οι [xodro’ʎes]
Χοντρολιές, οι [xodro’ʎes]: οι βρώσιμες ελιές. [< χοντρ(ός) –ο- ελιά].
-
χαράργια, τα [xa’rarʝa]
xαράργια, τα [xa’rarʝa]: σύστημα με ξύλα και σχοινιά τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι δυνατή η μεταφορά του άχυρου με τη βοήθεια ζώων.
-
χαρδαβέλα, η [xarða’vela]
χαρδαβέλα, η [xarða’vela]: ο κρίκος που μπαίνει στη μύτη του γουρουνιού για να μην σκάβει. Και: https://ilialang.gr/χαρναβέλα-η-xarnavela/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χάμουρα, τα [‘xamura]
χάμουρα, τα [‘xamura]: η σαγή (το σύνολο των εξαρτημάτων που τοποθετούμε επάνω στο υποζύγιο, όταν πρόκειται να το ιππεύσουμε ή να το φορτώσουμε) του αλόγου και κυρίως τα ηνία. [ρουμ. hamuri, πληθ. του ham που θεωρήθηκε ουδ. εν. και τροπή σε πληθ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o