Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
-
στρούγκος [‘stuŋgos]
στρούγκος, ο [‘struŋgos]: ο βοσκός. [βλάχ. strung(a) -ος].
-
ματσάδα, η [ma’tsaða]
ματσάδα, η [ma’tsaða]: κομμάτι χώματος. [ιταλ. mazz(o) -άδα].
-
πεσάδα, η [pe’saðα]
πεσάδα, η [pe’saða]: η πτώση του καρπού από το δέντρο. [πέφτω < (έ)πεσα -άδα].
-
θεμωνίστρα, η [θemo’nistra]
θεμωνίστρα, η [θemo’nistra]: τόπος όπου μαζεύουν τα στάχυα.
-
κριθαρίστρα, η [kriθa’ristra]
κριθαρίστρα, η [kriθa’ristra]: άχυρο από κριθάρι. [κριθάρ(ι) -ιστρα].
-
σαλμίστρα, η [sal’mistra]
σαλμίστρα, η [sal’mistra]: άχυρο από βρώμη.
-
κοκκινέα, η [koki’nea]
κοκκινέα, η [koki’nea]: κόκκινος βλαστός. [κόκκιν(ο) -έα].
-
αγριοπιδέα, η [aγriopi’ðea]
αγριοπιδέα, η [aγriopi’ðea]: η άγρια αχλαδιά. [μσν. αγριαπιδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγρι(ο)- + απιδία > (α)πιδ(ιά) -έα].
-
αφροκυδωνεά, η [afrokiðone’a]
αφροκυδωνεά, η [afrokiðone’a]: το αφροκύδωνο. [αφρ(ός) -ο- κυδών(ι) -εά].
-
χαραδιά, η [xara’ðʝa]
χαραδιά, η [xara’ðʝa]: η μεταφορά άχυρου με πλέγματα.
-
αξαγιά, η [aksa’ʝa]
αξαγιά, η [aksa’ʝa]: η πληρωμή του εργοστασιάρχη.
-
αγκελωθιά, η [angelo’θca]
αγκελωθιά, η [angelo’θca]: τόπος με πολλά αγκάθια.
-
αγανούλι, το [aγa’nuli]
αγανούλι, το [aγa’nuli]: το μικρό σκληρό μέρος του βλαστού, [αγαν(ός) -ούλι].
-
στρογγυλούλι, το [stroɟi’luli]
στρογγυλούλι, το [stroɟi’luli]: το μικρό κυκλικό χωράφι. [στρογγυλ(ό) -ούλι].
-
τσαμπούρι, το [tsa’mburi]
τσαμπούρι, το [tsa’mburi]: το μικρό τσαμπί του σταφυλιού. [τσαμπ(ί) -ούρι < μσν. τσαμπί < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα΄ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] ]].
-
χαμούρι, το [xa’muri]
χαμούρι, το [xa’muri]: ο πολτός των ελαίων.
-
σακιασμένος, η, ο [saca’smenos]
σακιασμένος, η, ο [saca’smenos]: το προϊόν που τοποθετείται σε σάκο: ‘Τό ‘χει ‘κει σακιασμένο με τ’άλλα σιτηρά’. [σάκ(ος) -ιασμένος].
-
αυλακιά, η [avla’ca]
αυλακιά, η [avla’ca]: το μέρος του αγρού που έχει αυλακιές από το ζευγάρι των βοδιών: ‘Μην περνάς την αυλακιά. Το χώμα δε θα κρατήσει’ (Όταν κάποιος πατάει πάνω στο ανάχωμα που έχει δημιουργεί μετά το όργωμα, με κίνδυνο να πέσει το χώμα και πάλι μέσα στο οργωμένο χωράφι). [< αυλάκ(ι) -ιά].
-
παραβόλα, η [para’vola]
παραβόλα, η [para’vola]: το κάτω μέρος του αγρού. [αρχ. παραβολ(ή) -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
παραστημός, ο [parasti’mos]
παραστημός, ο [parasti’mos]: το μπροστινό μέρος του αγρού.