Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
-
γούρνα, η [‘γurna]
γούρνα, η [‘γurna]: η μικρή στέρνα (πέτρινη) νερού από όπου πίνουν νερό τα ζώα. [μσν. γούρνα < *γόρν(η) μεταπλ. -α ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r] ) < ελνστ. γρώνη ‘τρύπα, βαθούλωμα΄ με μετάθ. του [r] ]. Όπως και: https://ilialang.gr/στέρνα-η/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γλιστρίδα, η [γli’striða]
γλιστρίδα, η [γli’striða]: α. είδος αγριόχορτου. β. (μτφ.) ‘Έφαγες γλιστρίδα’ για κάποιον που μιλάει ακατάπαυστα. γ. σκουληκαντέρα. [γλίστρ(α) -ίδα (πρβ. μσν. γλιστρίδα ΄είδος σκουληκιού΄]. Όπως και: https://ilialang.gr/γλιστριά-ή-γλιστρίδα-η-η-σκουληκαντέρ/
-
γιοργάς, ο [ʝo’rγas]
γιοργάς, ο [ʝo’rγas]: γρήγορο περπάτημα αλόγου όπου η κάθε πλευρά ποδιών κινείται ταυτόχρονα. [<επίρρ. γιοργά (Somav., ΙΛ) + κατάλ. ‑άς. Πβ. ιδιωμ. γιοργάς (= τριποδισμός, ΙΛ)].
-
γέννημα, το [‘γenima]
γέννημα, το [‘γenima]: (μτφ.) η σοδιά.
-
βρωμίστρα, η [vro’mistra]
βρωμίστρα, η [vro’mistra]: χοντροκομμένο άχυρο βρώμης. [βρώμ(η) -ιστρα].
-
βλάγκος, ο [‘vlagos]
βλάγκος, ο [‘vlagos]: όνομα αλόγου που έχει ίδιο χρώμα στο σώμα του και διαφορετικό στο κούτελο.
-
βεντέμα, η [ve’ndema]
βεντέμα [ve’ndema]: ο τρύγος [<βεν. vendema].
-
βελανιδόκουπα, η [velani’ðokupa]
βελανιδόκουπα, η [velani’ðokupa]: ο ανθός του βελανιδιού. [< βελανίδ(ι) -ο- κούπα].
-
βελάνι, το [ve’lani]
βελάνι, το [ve’lani]: ο καρπός της βελανιδιάς.
-
βατεύω [va’tevo]
βατεύω [va’tevo]: ζευγαρώνω ζώα. [ελνστ. βατεύω].
-
βαρκό, το [va’rko]
βαρκό, το [va’rko]: το ακαλλιέργητο χωράφι που κρατάει νερό.