Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
-
μπουμπούσι, το [bu’mbusi]
μπουμπούσι, το [bu’mbusi]: μεγάλο έντομο με άσχημη όψη. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπόλκα, η [‘bolka]
μπόλκα, η [‘bolka]: σακάκι, η χοντρή ζακέτα φτιαγμένη συνήθως από προβατόμαλλο. [ιταλ. polca].
-
μποκρίλα, η [bo’krila]
μποκρίλα, η [bo’krila]: το άγονο ακαλλιέργητο χωράφι.
-
μπαλντίμι, το [ba’ldimi]
μπαλντίμι, το [ba’ldimi]: οι δερμάτινες λουρίδες που συνδέουν το σαμάρι με το ζώο.
-
μπάλια, η [‘baʎa]
μπάλια, η [‘baʎa]: προβατίνα με ασπρόμαυρο πρόσωπο.
-
μπαΐρι, το [ba’iri]
μπαΐρι, το [ba’iri]: το ακαλλιέργητο χωράφι: ‘Τό ‘πει μπαΐρι εκειδά παρατημένο’ (το έχει αφήσει ακαλλιέργητο). [τουρκ. bayir -ι ‘πλαγιά’].
-
μούσκα, η [‘muska]
μούσκα, η [‘muska]: η γίδα με το γκρίζο μονόχρωμο τρίχωμα.
-
μουργέλα, η [mu’rγela]
μουργέλα, η [mu’rγela]: α. μύγα που πηγαίνει στα ζώα. β. (μτφ.) βαρεμάρα: ‘Με έπιασε μια μουργέλα’.
-
μουνουχισμένος [munuxi’smenos]
μουνουχισμένος, -η, -ο [munuxi’smenos]: α. ο ευνουχισμένος. β. ο άπραγος, ο απερίσκεπτος, όποιος δεν έχει κότσια.
-
μονοβύζα, η [mono’viza]
μονοβύζα, η [mono’viza]: το ζώο που έχει ένα στήθος. [μον(ό) -ο- βυζ(ί) -α].
-
μοναρχίδης, ο [mona’rxiðis]
μοναρχίδης, ο [mona’rxiðis]: το ζώο που έχει μόνο έναν όρχη. [μόν(ος) αρχίδ(η) -ης].
-
μεσαριά, η [mesa’rʝa]
μεσαριά, η [mesa’rʝa]: α. χωράφι που δεν έχουν σπείρει μεταξύ άλλων σπαρμένων. β. ενδιάμεση δίοδος, δρόμος. [μέσ(ος) -αριά].
-
μελιγκώνι, το [meli’ŋgoni]
μελιγκώνι,το [meli’ŋgoni]: είδος μυρμηγκιού που εντοπίζεται στα δέντρα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαυλάω [ma’vlao]
μαυλάω [ma’vlao]: καλώ τα κατοικίδια να έρθουν κοντά μου με διαφορετικό για το καθένα όνομα και φωνή. [ελνστ. μαυλ (ίζω) –αω ‘παρακινώ ένα ζώο με λόγια και κινήσεις να έλθει κοντά μου’]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μάτερο, το [‘matero]
μάτερο, το [‘matero]: το καλλιεργήσιμο χωράφι. [ίσως, ιταλ. materia].
-
μαστραπάς, ο [mastra’pas]
μαστραπάς, ο [mastra’pas]: μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού. [μσν. μαστραπάς < τουρκ. maşrapa -ς με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μαστάρι, το [ma’stari]
μαστάρι, το [ma’stari]: μαστός ζώου. [μσν. μαστάρι < ελνστ. μαστάριον υποκορ. του αρχ. μαστός].
-
μασκαλιάρης, ο [maska’ʎaris]
μασκαλιάρης, ο [maska’ʎaris]: ο δεύτερος στη σειρά εργάτης από αυτούς που οργώνουν.
-
μαρτίνα, η [ma’rtina]
μαρτίνα, η [ma’rtina]: γίδα ή προβατίνα που έχουμε για τις ανάγκες του σπιτιού.
-
μαρμάρα, η [ma’rmara]
μαρμάρα, η [ma’rmara]: η στείρα προβατίνα.