Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

  • μαβλάω [ma’vlao]

    μαβλάω [ma’vlao]: καλώ με ήχους τα ζώα για να φάνε. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • νόχτος, ο [‘noxtos]

    νόχτος, ο [‘noxtos]: η όχθη του χωραφιού. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ξάι, το [‘ksai]

    ξάι, το [‘ksai]: το ποσοστό που θα πάρει ο μυλωνάς από το προϊόν που θα αλέσει. [λατ. λ. exagium ‘ζυγός’]. Όπως και: https://ilialang.gr/ξάγι-ξάι-το/  

  • ξόβεργο, το [‘ksoverγo]

    ξόβεργο, το [‘ksoverγo]: μικρό κλαδί ή βέργα αλειμμένη με ιξό ή με άλλη κολλητική ουσία, που χρησιμοποιείται ως παγίδα για μικρά συνήθ. ωδικά πουλιά. [μσν. *ιξόβεργα (πρβ. μσν. ξόβεργον) < ιξ(ός) -ο- + βέργα· μσν. ξόβεργον]. Και: https://ilialang.gr/ξόβεργα-η-ksoverγa/

  • πανωγόνι, το [pano’γoni]

    πανωγόνι, το [pano’γoni]: το πρόσθετο σακί ή δέμα που φόρτωναν στο σαμάρι του υποζυγίου. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πατουκλιά, η [patu’kʎa]

    πατουκλιά, η [patu’kʎa]: πυκνή φυλλωσιά από βάτα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πεδούκλωμα, το [pe’ðukloma]

    πεδούκλωμα, το [pe’ðukloma]: το σχοινί που δένουν τα πόδια του ζώου για να εμποδίζει την κίνησή του. [πέδικλ(ον) ωμα]. Και: https://ilialang.gr/πεδούκλι-το/

  • πεζούλα, η [pe’zula]

    πεζούλα, η [pe’zula]: η διαβάθμιση που δημιουργούν οι γεωργοί, συνήθως με πέτρες, στα επικλινή χωράφια για να κρατιέται το χώμα. [πεζ(ός) -ούλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • περάτη, η [pe’rati]

    περάτη, η [pe’rati]: η πρώτη αυλακιά σε χωράφι. [περα- (περνώ) -της]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πέρζελη, η [‘perzeli]

    πέρζελη, η [‘perzeli]: το χώμα που δεν είναι γόνιμο.

  • πετρούτσα, η [pe’trutsa]

    πετρούτσα, η [pe’trutsa]: είδος σαλιγκαριού. [πέτρ(α) -ούτσα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πιασά, η [pca’sa]

    πιασά, η [pca’sa]: η σποριά του γεωργού. [πιάσ(ιμο) -α].

  • ακόπριγο, το [a’kopriγo]

    ακόπριγο, το [a’kopriγo]: το χωράφι που δεν έχει κοπριά. [α-κοπρ(ιά) -ιγο].

  • πυτιά, η [pi’tça]

    πυτιά, η [pi’tça]: μαγιά, φυσική ή τεχνητή, που βάζουν στο γάλα για να πήξει, να γίνει τυρί ή γιαούρτι. [αρχ. πυτία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ραπίζω [ra’pizo]

    ραπίζω [ra’pizo]: σαπίζω [λόγ. < αρχ. ῥαπίζω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρεγκλί, το [re’ŋgli]

    ρεγκλί, το [re’ŋgli]: το σταφύλι που δεν είναι καλής ποιότητας. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρέντος, ο [‘redos]

    ρέντος, ο [‘redos]: το ράντισμα. Και: https://ilialang.gr/ρέντι/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πρόσφωλο το [‘prοsfolo]

    πρόσφωλο το [‘prοsfolo]: φώλι, το αυγό δηλαδή που βρίσκεται στη φωλιά με σκοπό να προσελκύσει τις κότες. [προσ- φωλ(ιά) -ο]. Και: https://ilialang.gr/προσφώλι-το-prosfoli/

  • ροϊδίτης, ο [roi’ðitis]

    ροϊδίτης, ο [roi’ðitis]: είδος σταφυλιού εκλεκτής ποιότητας. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σάκαινα, η [‘sakena]

    σάκαινα, η [‘sakena]: το μεγάλο σακί. [σακ(ί) -αινα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf