Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
-
πίνος, ο [‘pinos]
πίνος, ο [‘pinos]: η κολλώδης ουσία που πιάνουν τα πρόβατα στο μαλλί τους. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πετιμέζι, το [peti’mezi]
πετιμέζι, το [peti’mezi]: πολύ γλυκό και παχύρρευστο υγρό που παρασκευάζεται κυρίως από το βράσιμο του μούστου. [τουρκ. pekmez -ι και με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ. (τροπή [k > t] ;)].
-
πεδούκλι, το [pe’ðukli]
πεδούκλι, το [pe’ðukli]: το σχοινί που δένουν τα πόδια του ζώου για να εμποδίζει την κίνησή του. [πέδικλ(ον) υποκορ. -ι ( [i > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )· -ρδ-: παρετυμ. μπερδεύω]. Και: https://ilialang.gr/πεδούκλωμα-το-pedukloma/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παχνί, το [pa’xni]
παχνί, το [pa’xni]: ξύλινο εργαλείο που τοποθετούν τα άχυρα ή τον σανό για τροφή των ζώων. [υποκορ. του ελνστ. πάθν(η) -ίον < αρχ. φάτνη με τροπή [tn > θn > xn], σύγκρ. ατμός > αθμός > αθνός > αχνός].
-
παραβολιάζω [paravo’ʎazo]
παραβολιάζω [paravo’ʎazo]: βόσκω τα πρόβατα στην άκρη του χωραφιού. [λόγ. < αρχ. παραβολ(ή) -ιάζω].
-
πανωγόμι, το [pano’γomi]
πανωγόμι, το [pano’γomi]: πρόσθετο φορτίο στο σαμάρι.
-
παλουκαριά, η [paluka’rʝa]
παλουκαριά, η [paluka’rʝa]: φράκτης από παλούκια, σχιζάρια. [μσν. παλούκι(ν) -αριά < *παλούκιον < υστλατ. *paluceus κατά τα υποκορ. σε -ιον < λατ. pal(us) υποκορ. -uceus]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ξύστρα, η [‘ksistra]
ξύστρα, η [‘ksistra]: εργαλείο για την αποτρίχωση κυρίως των αλόγων. [ξυσ- (ξύνω) -τρα (πρβ. αρχ. ξύστρα ‘ξυστήρα του μπάνιου’)· ξυστήρ(ι) μεγεθ. -α].
-
ξεσπινάω [ksespi’nao]
ξεσπινάω [ksespi’nao]: αφαιρώ τα σπόρια από τα κλουβιά ή το καλαμπόκι από το κότσαλο.
-
ξερικό, το [kseri’ko]
ξερικό, το [kseri’ko]: το χωράφι που δεν υδρεύεται. [ξερ(ός) -ικό].
-
ξέλαση, η [‘kselasi]
ξέλαση, η [‘kselasi]: η προσφορά εθελοντικής εργασίας άνευ αποδοχών. [αρχ. εξέλασις]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξαρίζω [ksa’rizo]
ξαρίζω [ksa’rizo]: καθαρίζω, κόβω χόρτα και κλαδιά. [ίσως ηχομιμ.].
-
ντρουμπούκι, το [dru’buki]
ντρουμπούκι, το [dru’buki]: ο καρπός του καλαμποκιού με το κότσαλο. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ντριβέλι, το [dri’veli]
ντριβέλι, το (dri’veli]: α. ζιζάνιο (χωραφιών), σαράκι. β. βάσανο: ‘H σκέψη αυτή του τρυπούσε το κεφάλι σαν ντριβέλι’. [μσν. τριβέλ(λ)ιον < παλ. ιταλ. trivell(o) -ιον > -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντράφος, ο [‘ndrafos]
ντράφος, ο [‘ndrafos]: μεγάλη γράνα, τάφρος. [λόγ. < αρχ. τάφρος]. Όπως και: https://ilialang.gr/τράφος-ο/
-
ντουντούκι, το [du’duki]
ντουντούκι, το [du’duki]: α. ο βλαστός του κρεμμυδιού ή του σφερδουκλιού. β. (μτφ.) ο πρησμένος. [ίσως, τουρκ. düdük -ι].
-
ντούλος, ο [‘dulos]
ντούλος, ο [‘dulos]: το μεγάλο κριάρι.
-
ντορής, ο [do’ris]
ντορής, ο [do’ris]: ονομασία αλόγου με κοκκινωπό τρίχωμα. [τουρκ. dor(u) -ής]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντορβάς, ο [do’rvas]
ντορβάς, ο [do’rvas]: σακούλι που κρεμιέται στο κεφάλι του ζώου για να τρώει καρπό. [τουρκ. torba ‘σακί΄-ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπουράματα, τα [bu’ramata]
μπουράματα, τα [bu’ramata]: οι ακαθαρσίες από τα εντόσθια των σφαχτών.