Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

  • στενοβουρλίδα, η [stenovu’rliða]

    στενοβουρλίδα, η [stenovu’rliða]: α. στενή λωρίδα χωραφιού. β. στενό παντελόνι. [< στεν(ός) –ο- βούρλ(ο) ίδα].

  • στειλιάρι, το [sti’ʎari]

    στειλιάρι, το [sti’ʎari]: α. ξύλο γεωργικών εργαλείων. β. αγράμματος. γ. αλύγιστος: ‘Κάθεται σαν το στειλιάρι’ (ακίνητος). [μσν. στειλειάριον υποκορ. του ελνστ. στειλει(ός) (αρχ. στειλεός) -άριον (ορθογρ. απλοπ.)].

  • σπόρισμα, το [‘sporizma]

    σπόρισμα, το [‘sporizma]: η διάρροια του ζώου. [σπόρ(ος) -ισμα].

  • σπορίγκλα, η [spo’riŋgla]

    σπορίγκλα, η [spo’riŋgla]: (για ζώα) περιττώματα διάρροιας. [σπόρ(ος) -ίγκλα].

  • σουδιάζω [su’ðʝazo]

    σουδιάζω [su’ðʝazo]: α. οδηγώ το κοπάδι σε στενό πέρασμα. β. το πέρασμα αέρα μεταξύ δύο τοίχων ή δρόμων : ‘Σουδιάζει εδώ και έχει δροσούλα’ (κάνει ρεύμα) [μεσν. σούδα ‘αυλάκι’ – ιάζω < λατ. sudis].

  • σκαρίζω [ska’rizo]

    σκαρίζω [ska’rizo]: οδηγώ κοπάδι στη βοσκή. [ελνστ. σκαρίζω ‘αναπηδώ’].

  • σγόρτσα, η [‘zγortsa]

    σγόρτσα, η [‘zγortsa]: α. το μαδημένο δέρμα του χοιρινού. β. η βρωμιά.

  • σβουνιά, η [zvu’ɲa]

    σβουνιά, η [zvu’ɲa]: η κοπριά των βοδιών. [βου-: ελνστ. βοών ‘στάβλος βοδιών΄ > βοωνία > βονία (αποφυγή της χασμ.) > βουνιά ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )· σβου-: ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-vu > tizvu > tis-zvu] ]. Και: https://ilialang.gr/σβουνιά-η-zvuna/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σβάρνα, η [‘zvarna]

    σβάρνα, η [‘zvarna]: εργαλείο για να τριφτούν οι σβόλοι μετά το όργωμα του χωραφιού. [μσν. σβάρνα < σλαβ. barna με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-va > tizva > tis-zva]]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • σαλαχάω [sala’xao]

    σαλαχάω [sala’xao]: οδηγώ τα ζώα.

  • ρόγα, η [‘roγa]

    ρόγα, η [‘roγa]: η αμοιβή που δίνεται σε κτηνοτρόφο για τη φύλαξη και τη βοσκή ζώων, για ορισμένη περίοδο. [μσν. ρόγα ‘ελεημοσύνη, απλοχεριά’ < ρογ(εύω) ‘διανέμω’ -α (αναδρ. σχημ.) < λατ. erog(o) ‘πληρώνω’ -εύω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.].

  • πρωτεργάτης, ο [prote’rγatis]

    πρωτεργάτης, ο [prote’rγatis]: ο πρώτος εργάτης που αναλαμβάνει το σκάψιμο των κτημάτων. [πρώτ(ος) -εργάτης].

  • πράμα, το [‘prama]

    πράμα, το [‘prama]: α. τα γυναικεία γεννητικά όργανα. β. το πλήθος των ζώων. [πρά(γ)μα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πούσι, το [‘pusi]

    πούσι, το [‘pusi]: α. ομίχλη που σχηματίζεται σε υγρούς τόπους. β. τα φύλλα του περιβλήματος του καλαμποκιού τα οποία οι καπνιστές τα χρησιμοποιούσαν και για τσιγαρόχαρτο. γ. το μαύρο μουστάκι [τουρκ. pus -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πουλακίδα, η [pula’kiða]

    πουλακίδα, η [pula’kiða]: α. νεαρή κότα. β. (μτφ.) η ζωηρή κοπέλα. [πουλάκ(ι) -ίδα].

  • ποτιστικό, το [potisti’ko]

    ποτιστικό, το [potisti’ko]: το χωράφι που ποτίζεται. [ποτισ- (ποτίζω) -τικό].

  • ποριά, η [po’rʝa]

    ποριά, η [po’rʝa]: πρόχειρη πόρτα στο μαντρί. [λόγ. < αρχ. πόρος -ιά ].

  • ποκάρι, το [po’kari]

    ποκάρι, το [po’kari]: το σύνολο των κουρεμένων μαλλιών ενός προβάτου. [ελνστ. ποκάριον (υποκορ. του αρχ. πόκος)].

  • πλύμα, το [‘plima]

    πλύμα, το [‘plima]: α. νερό με πίτουρα, που δίνεται για το τάισμα των γουρουνιών. β. το ακάθαρτο νερό, που προέρχεται από πλύσιμο. [αρχ. πλύμα]. Και: https://ilialang.gr/λάμα-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πισοκάπουλα [piso’kapula]

    πισοκάπουλα [piso’kapula]: (επιρρ.) όταν κάποιος κάθεται στα οπίσθια ενός ζώου επειδή είναι φορτωμένο. [πίσ(ω) -ο- καπούλ(ι) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o