Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
-
άγανο, το [‘aγano]
άγανο, το [‘aγano]: οι πολύ λεπτές αποφύσεις που μοιάζουν με βελόνες στο επάνω μέρος του σταχυού· αθέρας. [ελνστ. ἄκανος ὁ ‘αγκαθωτό κεφάλι φυτού΄ με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > γ] ή από επίδρ. του αρχ. ἄγανον (ξύλον) ‘ξερόκλαδο για προσάναμμα΄ και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]. Όπως και: https://ilialang.gr/αγάνι-το/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αβρωνιά, η [avro’ɲa]
αβρωνιά, η [avro’ɲa]: είδος βοτάνου, το λεγόμενο ‘βρυωνία’. Βλ.: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αβρωνιά&dq= Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αβούλιαρος, ο [a’vuʎaros]
αβούλιαρος, ο [a’vuʎaros]: είδος βελονοειδούς φυτού.
-
ψανιάζει [psa’ɲazi]
ψανιάζει [psa’ɲazi]: όταν αρχίσει το σιτάρι να καρπίζει: ‘Επιτέλους το χωράφι ψανιάζει’. [< ψάνη https://ilialang.gr/ψάνη-η/ + -ιάζει].
-
ψάνη, η [‘psani]
ψάνη, η [‘psani]: χλωρό ψημένο σιτάρι. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
χερόβολο, το [çe’rovolo]
χερόβολο, το [çe’rovolo]: δεμάτι απ’ όσα χόρτα χωράει το ένα χέρι. [χερ-: μσν. χερόβολον <χερο- + -βολον < -βολ(ώ) -ον· χειρ-: λόγ. επίδρ.]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
φλιόρα, η [‘fʎora]
φλιόρα, η [‘fʎora]: η κατάλευκη γίδα.
-
φλέντζα, η [‘flendza]
φλέντζα, η [‘flendza]: το ξυλαράκι που περισσεύει από το πελέκημα ξύλου.
-
τσούμπι, το [‘tʃumbi]
τσούμπι, το [‘tʃumbi]: α. το ύψωμα, το τούμπι. β. το κούτσουρο. γ. φυτό από το οποίο κλάδευαν τελείως όλα του τα φύλλα. Και: https://ilialang.gr/τούμπι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσόνα, η [‘tsona]
τσόνα, η [‘tsona]: η γαϊδούρα.
-
τσίτα, η [‘tsita]
τσίτα, η [‘tsita]: α. το ελατήριο, ο συναγερμός. β. (χωρίς πληθ.): Το ξύλο για το μουνούχισμα και το τέντωμα των ζώων [ίσως τσιτ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσίλης, ο [‘tsilis]
τσίλης, ο [‘tsilis]: το ολόλευκο άλογο.
-
τσίγδαλα, τα [‘tsiγðala]
τσίγδαλα, τα [‘tsiγðala]: τα άγουρα αμύγδαλα: ‘Είναι τελείως τσίγδανα’ (είναι αγίνωτα).
-
τσέγκουρο, το [‘tseŋguro]
τσέγκουρο, το [‘tseŋguro]: το κοτσάνι του σταφυλιού: ‘Είναι όλο τσέγκουρο’ (όταν το σταφύλι και δεν έχει καρπό).
-
τσαπί, το [tʃa’pi]
τσαπί, το [tʃa’pi]: είδος τσάπας με μακρόστενο κοπτικό εξάρτημα: ‘Έβαλε το τσαπί στον ώμο και ξεκίνησε για το χωράφι’. [μσν. τσαπίον υποκορ. του τσάπ(α) -ίον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσαγκάδα, η [tsa’ŋgaða]
τσαγκάδα, η [tsa’ŋgaða]: η προβατίνα που δεν έχει γάλα. Βλ. επίσης: https://sarantakos.wordpress.com/2014/02/07/izabo/
-
τριτσινάω [tritsi’nao]
τριτσινάω [tsitsi’nao]: (κυρίως, για ζώα) κλωτσάω χοροπηδώντας: ‘Μην με τσιτσινάς τώρα!’ Και: https://ilialang.gr/ντριτσινάω/
-
τράφος, ο [‘trafos]
τράφος, ο [‘trafos]: γούβα, χαντάκι. [λόγ. < αρχ. τάφρος ἡ· μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος (πρβ. μσν. ο τράφος < η τάφρος με μετάθ. του [r] )]. Και: https://ilialang.gr/ντράφος-ο/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τέσα, η [‘tesa]
τέσα, η [‘tesa]: κτηνοτροφικό σκεύος για την συλλογή γάλακτος: ‘Ακούμπησε την τέσα κάτω και ξεκίνησε το άρμεγμα’.
-
τέμπλα, η [‘tembla]
τέμπλα, η [‘tembla]: α. το μακρύ ξύλο για το ρίξιμο ελαίων, καρυδιών και αμυγδάλων. β. (μτφ.) αδύνατος άνθρωπος. [<μσν. τέμπλον < λατιν. templum].