Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

  • αξάϊ, το [a’ksai]

    αξάι, το [a’ksai]: δικαίωμα εργάτη για το άλεσμα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναχαράζω [anaxa’razo]

    αναχαράζω [anaxa’razo]: μασώ ξανά την τροφή μου. [μτγν. αναχαράσσω]. Και: https://ilialang.gr/αναχαράσσω/

  • αμποδάω [aboꞋðao]

    αμποδάω [ambo’ðao]: α. εμποδίζω. β. κάνω κουτρούλια σε χωράφι που δεν πρέπει να βοσκηθεί. [εμποδ(ίζω) -άω, μετατρ. αρχικού ε– σε α-]. Βλ. επίσης: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αμποδώ&dq= Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αλμπάνης, ο [aꞋlbanis]

    αλμπάνης, ο [a’lbanis]: α. πεταλωτής. β. (μτφ.) άπειρος και αδέξιος: ‘Μπαγάσα, είσαι μπίτι αλμπάνης’. [τουρκ. nalbant (από τα περσ.) -ης με αποβ. του αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλιφασκιά, η [alifaꞋsca]

    αλιφασκιά, η [alifa’sca]: η φασκομηλιά. [μσν. αλισφακιά < *ελισφακιά (τροπή του αρχικού [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-eli > miali > mi-ali] ) < *ελίσφακ(ος) -ιά < αρχ. ἐλελίσφακος με απλολ. [eleli > eli] · μετάθ. του [s] ].

  • αλετροπόδα, η [aletroꞋpoða]

    αλετροπόδα, η [aletroꞋpoða]: εξάρτημα του αρότρου. [αλέτρ(ι) + πόδ(ι) -α].

  • αλεσιά, η [aleꞋsça]

    αλεσιά, η [aleꞋsça]: ποσότητα που μπορεί να αλέσει κάθε φορά ο μύλος. [αλεσ- (αλέθω) -ιά].

  • ακλαδούρα, η [aklaꞋðura]

    ακλαδούρα, η [akla’ðura]: ακλάδευτο, εγκαταλελειμμένο αμπέλι [μσν.(;) άκλαδος < α- κλάδ(ος) -ούρα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αίρα, η [Ꞌera]

    αίρα, η [‘era]: χόρτο. [αρχ. είρα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αγριλίδι,το [aγriꞋλiði]

    αγριλίδι,το [aγriꞋλiði]: αγριάδα ή μικρά κλαδάκια που φυτρώνουν στη ρίζα της ελιάς. [ίσως άγρ(ιος) -ιλίδι].

  • αγριλιά, η [aγriꞋʎa]

    αγριλιά, η [aγriꞋʎa]: άγρια ελιά. [άγρι(ος) + (ε)λιά].

  • αγριάδα, η [aꞋγriaða]

    αγριάδα, η [aꞋγriaða]: α. είδος αγριόχορτου (ζιζανίου). β. έκφραση οργής, θυμού, επιθετικότητας. [άγρι(ος) -άδα]. Και: https://ilialang.gr/αγριάδα-η·-αγριγιάδα/

  • αγραπιδιά, η [aγrapiꞋðʝa]

    αγραπιδιά, η [aγrapiꞋðʝa]: η άγρια αχλαδιά. [άγρι(ος) + μσν. απιδιά < απιδία, απιδέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < απίδ(ιν) -έα > -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αγρανάπαυση, η [aγraꞋnapafsi]

    αγρανάπαυση, η [aγra’napafsi]: το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διακόπτεται η καλλιέργεια. [λόγ. αγρ(ός) + ανάπαυ(σις) -ση].  

  • αγουρίλα, η [aγuꞋrila]

    αγουρίλα, η [a’γurila]: γεύση άγουρου φρούτου. [άγουρ(ος) –ίλα]. Και: https://ilialang.gr/αγουρίδα-η/

  • άωρος [Ꞌaoros]

    άωρος, -η, -ο [‘aoros]: ανώριμος, ο άγουρος: ‘Άωροι καρποί’. [αρχ. άωρος ‘άκαιρος’]. Συνώνυμο: https://ilialang.gr/άγουλο-το/

  • αγουρίδα, η [aγuꞋriða]

    αγουρίδα, η [aγu’riða]: γεύση άγουρου φρούτου: ‘Σκέτη αγουρίδα είναι τούτο δω το φρούτο’ (άνοστο). [άγουρ(ος) –ίδα]. Και: https://ilialang.gr/αγουρίλα-η/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • άγουλο, το [Ꞌaγulo]

    άγουλο, το [Ꞌaγulo]: φρούτο που δεν έχει ωριμάσει. [μσν. άγουρος με τροπή του -ρ- σε -λ- < ελνστ. ἄωρος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r], αρχ. σημ.: ‘όχι στην ώρα του’· άγουρ(ος) -ούτσικος]. Συνώνυμο: https://ilialang.gr/άωρος-ο/

  • αγγλιά, τα [a’ŋgʎa]

    αγγλιά, τα [a’ŋgʎa]: τα μεγάλα δοχεία από λαμαρίνα στα οποία έβαζαν το λάδι οι λιτρουβιάρηδες. [μσν. αγγειό -λιά].

  • αγγειά, τα [a’ŋɟa]

    αγγειά, τα [a’ŋɟa]: α. οικιακά σκεύη. β. (μτφ.) τα ανδρικά γεννητικά όργανα. γ. τα χάλκινα σκεύη που χρησιμοποιούσε ο τσοπάνης για διάφορες εργασίες, όπως το άρμεγμα, το πήξιμο του τυριού κλπ. [μσν. αγγειό < αρχ. ἀγγεῖον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i