Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
-
βαλμάς, ο [va’lmas]
βαλμάς, ο [va’lmas]: αυτός που επιστρέφει τα άλογα στο αλώνι [βαλμάς ‘αυτός που ασχολείται με τα άλογα’ (12.(;) αι., LBG, ΙΛ) ως ουσ. Η λ. στο Meursius]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βάγια, η [‘vaʝa]
βάγια, η [‘vaʝa]: δάφνη. [ελνστ. βάϊον, υποκορ. της λ. βάϊς ‘φύλλο φοινικιάς΄ (κοπτικής προέλ.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].
-
αχερίζω [açe’rizo]
αχερίζω [açe’rizo]: ρίχνω άχυρα στο παχνί το βράδυ πριν πέσω για ύπνο για να έχει τροφή τη νύχτα το άλογο. (Κανελλακόπουλος). [άχυρ(ο) -ίζω].
-
αφάλι, το [a’fali]
αφάλι, το [a’fali]: χωράφι με καλό και καρποφόρο χώμα [μσν. αφάλιν < ελνστ. ὀμφάλιον, υποκορ. του αρχ. ὀμφαλός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ασπροπουλιά, η [aspropu’ʎa]
ασπροπουλιά, η [aspropu’ʎa]: το χωράφι που έχει άσπρο χρώμα. [άσπρ(ος) -ο- πουλιά (;)].
-
ασφάκα, η [a’sfaka]
ασφάκα, η [a’sfaka]: πολυετής θάμνος. [ελνστ. ὁ σφάκ(ος) μεταπλ. σε θηλ. -α και ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-sf > miasf > mi-asf] ]. (Κανελλακόπουλος).
-
ατσάραντος, ο [a’tsarandos]
ατσάραντος, ο [a’tsarandos]: όμορφο αγριοπούλι που μοιάζει με καναρίνι και το οποίο κελαηδάει επίσης όμορφα στις ψηλές κορφές των κυπαρισσιών. (Κανελλακόπουλος).
-
αυγουστελίδι, το [avγuste’liði]
αυγουστελίδι, το [avγuste’liði]: το κοτόπουλο που βγήκε τον Αύγουστο. [αύγουστ(ος) -ελίδι]. (Κανελλακόπουλος].
-
αρνάδα, η [a’rnaða]
αρνάδα, η [a’rnaða]: χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή [αρν(ί) -άδα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρνόκουρα, τα [a’rnokura]
αρνόκουρα, τα [a’rnokura]: μαλλιά από την κουρά των αρνιών [αρν(ί) -ο- κουρά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρκουδόβατο, το [arku’ðovato]
αρκουδόβατο, το [arku’ðovato]: το άγριο αναρριχώμενο βάτο που φυτρώνει συνήθως σε κυπαρίσσια. [αρκούδ(α) -ο- βάτο]. (Κανελλακόπουλος).
-
άρεντος [‘arendos]
άρεντος, η, ο [‘arendos]: αράντιστος: ‘Τα έχω αφήκει άρεντα’. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αποσκαφτή, η [aposka’fti]
αποσκαφτή, η [aposka’fti]: το μέρος που τελειώνει το βαθύ σκάψιμο σε ένα χωράφι. [από + σκάβω]. (Κανελλακόπουλος).
-
αποκόβω [apo’kovo]
αποκόβω [apo’kovo]: απογαλακτίζω. [από + κόβω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απόλυσε [a’polise]
απόλυσε [a’polise]: (μτφ.) φύτρωσε. [αόριστος. φυτρώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αναχαράσσω [anaxa’raso]
αναχαράσσω [anaxa’raso]: αναχαράζω, μασώ ξανά την τροφή μου. [μτγν. αναχαράσσω]. Και: https://ilialang.gr/αναχαράζω/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ανασμίδι, το [ana’smiði]
ανασμίδι, το [ama’smiði]: το μικρό γουρούνι.
-
αναγομάου [anaγo’mau]
αναγομάου [anaγo’mau]: η κίνηση που κάνουν τα γουρούνια όταν σκάβουν με την μύτη τους το χώμα. [ανα + γομάω (άγνωστη ετυμολογία)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αμπάρι, το [a’mbari]
αμπάρι, το [a’mbari]: ξύλινη αποθήκη του σπιτιού για το σιτάρι. [τουρκ. ambar (από τα περσ.) -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αλώνι, το [a’loni]
αλώνι, το [a’loni]: α. επίπεδος και συνήθ. κυκλικός χώρος που χρησιμοποιούνταν για το αλώνισμα των σιτηρών. β. (μτφ.) το νέφος γύρω από το φεγγάρι. [μσν. αλώνι(ν) < ελνστ. ἁλώνιον υποκορ. του αρχ. ἅλως ἡ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i