Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

  • γομάρι, το [γo’mari]

    γομάρι, το [γo’mari]: α. γάιδαρος. β. (υβρ.) για άνθρωπο αναίσθητο, αχάριστο και αδιάντροπο. γ. για άνθρωπο σωματώδη. [μσν. γομάρι(ν) < ελνστ. γομάριον ‘φορτίο ζώου΄ υποκορ. του αρχ. γόμος ‘φορτίο΄].

  • γκριτζάλα, η [gri’ndzala]

    γκριτζάλα, η [gri’ndzala]: ξύλινη τσουγκράνα που χρησιμοποιείται για τη συλλογή σταφίδας. [ηχομιμ.].

  • γκορτσιά, η [go’rtsça]

    γκορτσιά, η [go’rtsça]: άγρια αχλαδιά. [βουλγ. gornic(a) ( [gó-] ) -ιά με συγκ. του άτ. [i] πλάι σε [r] και αποβ. του [n] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκουντρέκι, το [gu’ndreki]

    γκουντρέκι, το [gu’ndreki]: το μεγάλο κούτσουρο: ‘Είχε αφήσει χάμω τα γκουντρέκια’. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκλαβουτσιά, η [glavu’tsça]

    γκλαβουτσιά, η [glavu’tsça]: είδος δέντρου. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκεσέμι, το [ge’semi]

    γκεσέμι, το [ge’semi]: κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι. [τουρκ. kösem -ι με τροπή του αρχικού [k > g] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: καμήλα – γκαμήλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκιόσα, η [‘ɟοsa]

    γκιόσα, η [‘ɟοsa]: α. κατσίκα με μαύρη ράχη και μαύρα πλευρά, άσπρη κοιλιά και άσπρες γραμμές στο πρόσωπο. β. (μτφ., υβρ.) για άσχημη γυναίκα μεγάλης ηλικίας ή για γυναίκα δύστροπη. [βλάχ. Ρουμανική, ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκιόσος, ο [‘ɟosos]

    γκιόσος, ο [‘ɟosos]: μαύρο μουλάρι [βλάχ. Ρουμανική, ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -ος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκάβαλο, το [‘gavalo]

    γκάβαλο, το [‘gavalo]: η κοπριά του αλόγου και του γαϊδάρου.

  • γιδιά, η [γi’ðʝa]

    γιδιά, η [γi’ðʝa]: ασκί από γιδοτόμαρο. [γίδ(α) + ιά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γδυτολαίμα, η [γðito’lema]

    γδυτολαίμα, η [γðito’lema]: η κότα που δεν έχει πούπουλα στον λαιμό [< γδυτ(ός) –ο- λαιμ(ός) -α].

  • γαρδίκι, το [γa’rðiki]

    γαρδίκι, το [γa’rðiki]: το σκαλιστήρι. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γαλατσίδα, η [γala’tsiða]

    γαλατσίδα, η [γala’tsiða]: γενική ονομασία διάφορων χόρτων με γαλακτώδη χυμό. [μσν. γαλατσίδα < γαλατσίς, αιτ. -ίδα < γαλακτίς (ισχυροπ. της άρθρ. [kti > tsi], σύγκρ. και ατσίδα) < γαλακτ- (γάλα) -ίς]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γαλάρι, το [γa’lari]

    γαλάρι, το [γa’lari]: φραγμένος χώρος. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γαλάρια, τα [γa’larʝa]

    γαλάρια, τα [γa’larʝa]: τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που έχουν γάλα. [γάλ(α) -άρια].

  • γαλάτος [γa’latos]

    γαλάτος, -η, -ο [γa’latos]: αυτός που παράγει άφθονο γάλα. [γάλ(α) -άτος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βρομίστρα, η [vro’mistra]

    βρομίστρα, η [vro’mistra]: το χοντροκομμένο άχυρο της βρόμης. [βρόμ (η) + -στρα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βρούβα, η [‘vruva]

    βρούβα, η [‘vruva]: (συνήθ. πληθ.): διάφορα αυτοφυή χόρτα και βλαστοί φυτών που τρώγονται. [αβέβ. ετυμ.· πιθ. σχετ. με λατ. – ιταλ. volva (REW 9442, DEI) ή λατ. ulva (REW 9042). Η λ. στο Du Cange (η) και σήμ.].

  • βουρλίμι, το [vu’rlimi]

    βουρλίμι, το [vu’rlimi]: είδος φυτικού σπάγκου που χρησιμοποιείται για το δέσιμο των εμβολίων στα δέντρα, τα μπόλια.

  • βραγιά, η [vra’ʝa]

    βραγιά, η [vra’ʝa]: α. το καθένα από τα καλλιεργημένα τμήματα κήπου που είναι φυτεμένος με άνθη ή λαχανικά. β. φυσικός φράχτης κήπου. γ. (μτφ.) κομμάτι από κάτι: ‘Έφαγε μια ολόκληρη βραγιά από το γλυκό στο ταψί’ (μεγάλη ποσότητα) [ίσως ιταλ. (διαλεκτ.) bra(ia) -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf