Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
-
παραβολιά, η [paravo’ʎa]
παραβολιά, η [paravo’ʎa]: μέρος όπου δεν το πιάνει το αλέτρι.
-
λίπαρα, τα [‘lipara]
λίπαρα, τα [‘lipara]: η ρήξη υμένων στα ζώα που γεννούν.
-
βαρικά, τα [vari’ka]
βαρικά, τα [vari’ka]: τόπος με νερό.
-
βογκίλια, τα [vo’giʎa]
βογκίλια, τα [vo’giʎa]: λαχανικά.
-
μπουλθάμες, οι [bu’lθames]
μπουλθάμες, οι [bu’lθames]: σπόρια κολοκυθιάς.
-
κοκκολογιέται [kokolo’ʝete]
κοκκολογιέται [kokolo’ʝete]: κακαρίζει η κότα.
-
λεβίθι, το [le’viθi]
λεβίθι, το [le’viθi]: παράσιτο των εντέρων στα ζώα. [λεβίθα < αρχ. ἕλμινς, ἕλμις, αιτ. ἕλμιθα > ελνστ. υποκορ. *ἑλμίθιον (πρβ. αρχ. ἑλμίνθιον ‘σκουληκάκι΄) > μσν. μεγεθ. *ελμίθα > *λεμίθα (μετάθ. του υγρού συμφ.) > μσν. λεβίθα (με τροπή του χειλ. [m] σε χειλοδοντικό [v] από επίδρ. του οδοντικού [θ] )].
-
μαρκάλημα, το [ma’rkalima]
μαρκάλημα, το [ma’rkalima]: το ζευγάρωμα των ζώων. [μαρκαλ(άω) -ημα]. Όπως και: https://ilialang.gr/μάρκαλος-ο/
-
μπερνάκι, το [be’rnaki]
μπερνάκι, το [be’rnaki]: αρνί ενός έτους.
-
μπιζεύλι, το [bi’zevli]
μπιζεύλι, το [bi’zevli]: σιδερένια βέργα που συμπληρώνει τον ζυγό στα ζώα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νεροπούλος, ο [nero’pulos]
νεροπούλος, ο [nero’pulos]: αυτός που καθορίζει το μοίρασμα του νερού που θα χρησιμοποιηθεί για το πότισμα στα χωράφια. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξώμαχος, ο [‘ksomaxos]
ξώμαχος, ο [‘ksomaxos]: (μτφ.) αυτός που εργάζεται στα χωράφια. [ξω + μάχ(η) -ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λιχνίζω [li’xnizo]
λιχνίζω [li’xnizo]: ξεχωρίζω το (βαρύτερο) σιτάρι, από το (ελαφρότερο) άχυρο πετώντας τα στον αέρα. [αρχ. λικμῶ > ελνστ. λικμίζω, λικνίζω (με επίδρ. της λ. λίκνον) > μσν. λιχνώ, λιχνίζω (ανομ. τρόπου άρθρ. [kn > xn] )]. Και: https://ilialang.gr/λιχνίζω-lixnizo-ομαι/
-
μουνουχίζω [munu’xizo]
μουνουχίζω [munu’xizo]: ευνουχίζω. [αρχ. εὐνοῦχος > μσν. *βνούχος (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνούχος με τροπή [vn > mn] (σύγκρ. ελαύνω > λάμνω, χαύνος > αχαμνός) > μσν. μουνούχος (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ.)] < μουνούχ(ος) –ίζω]. Και: https://ilialang.gr/μουνουχάω/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπουγάς, ο [bu’γas]
μπουγάς, ο [bu’γas]: αρσενικό χρονιάρικο βόδι. [τουρκ. boğa -ς ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπέλεχας, ο [‘belexas]
μπέλεχας, ο [‘belexas]: το ποντίκι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπακαβάς, ο [baka’vas]
μπακαβάς, ο [baka’vas]: το μεγάλο και στρογγυλό πεπόνι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μουσγό, το [mu’sγo]
μουσγό, το [mu’sγo]: το βρεγμένο χώμα: ‘Μην πατάς εκεί. Είναι ακόμα μούσγο το χώμα.’
-
μαχτός, ο [ma’xtos]
μαχτός, ο [ma’xtos]: τροφή για τα γουρούνια. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μακινάρισμα, το [maki’narizma]
μακινάρισμα, το [maki’narizma]: το καθάρισμα της σταφίδας από ακαθαρσίες. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf