Ετικέτα: ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
-
λεβίθα, η [le’viθa]
λεβίθα, η [le’viθa]: παράσιτο των εντέρων. [αρχ. ἕλμινς, ἕλμις, αιτ. ἕλμιθα > ελνστ. υποκορ. *ἑλμίθιον (πρβ. αρχ. ἑλμίνθιον ‘σκουληκάκι΄) > μσν. μεγεθ. *ελμίθα > *λεμίθα (μετάθ. του υγρού συμφ.) > μσν. λεβίθα (με τροπή του χειλ. [m] σε χειλοδοντικό [v] από επίδρ. του οδοντικού [θ] )]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λειτρουβιάρης, ο [litru’vʝaris]
λειτρουβιάρης, ο [litru’vʝaris]: ο εργάτης που εργάζεται σε ελαιοτριβείο. [λειτρουβι(ό) -ιάρης]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λαψάνα, η [la’psana]
λαψάνα, η [la’psana]: το άγριο χόρτο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λάμα, το [‘lama]
λάμα, το [‘lama]: νερό με πίτουρο ή αραποσιτάλευρο για το πότισμα των ζώων, κυρίως των γουρονιών ή το ξέπλυμα των κατσαρολικών. Και: https://ilialang.gr/πλύμα-το/
-
λαμαρίζω [lama’rizo]
λαμαρίζω [lama’rizo]: θηλάζω (για τα ζώα). Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λαθουρό, το [laθu’ro]
λαθουρό, το [laθu’ro]: σταχτόχρωμη με λευκά στίγματα κότα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λαιμαριά, η [lema’rʝa]
λαιμαριά, η [lema’rʝa]: περιλαίμιο: ‘H λαιμαριά της γίδας’. [λαιμ(ός) -αριά]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λαιμούρισμα, το [le’murizma]
λαιμούρισμα, το [le’murizma]: το πνίξιμο στο λαιμό (για τα ζώα). [λαιμ(ός) +ούρισμα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λαγομηζύθρα, η [laγomi’ziθra]
λαγομηζύθρα, η [laγomi’ziθra]: είδος αγριόχορτου. [λαγ(ός) -ο-+ μηζύθρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λαγομηλιά, η [laγomi’ʎa]
λαγομηλιά, η [laγomi’ʎa]: θάμνος με αγκάθια και μικρά μήλα. [λαγ(ός) –ο- + μηλιά]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λάζο, το [‘lazo]
λάζο, το [‘lazo]: α. μικρό και απάνεμο χωράφι με πλούσιο χορτάρι για βοσκή. β. μαχαίρι, μάχη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κωλομπούτι, το [kolo’buti]
κωλομπούτι, το [kolo’buti]: το κλαδί που φυτρώνει στη ρίζα του δέντρου. [κώλ(ος) -ο- μπούτι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κωλορίζι, το [kolo’rizi]
κωλορίζι, το [kolo’rizi]: η δυνατή ρίζα δέντρου. [κώλ(ος) –ο- ρίζ(α) -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κωλάνι, το [ko’lani]
κωλάνι, το [ko’lani]: δερμάτινος ιμάντας με τον οποίο έδεναν το ζώο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κουρούτα, η [ku’ruta]
κουρούτα, η [ku’ruta]: προβατίνα με κέρατα.
-
κοψαντερίθρες, οι [kopsade’riθres]
κοψαντερίθρες, οι [kopsade’riθres]: μικρά σκουληκάκια στο έντερο ζώων. [κοψ – (κόβω) + (α) έντερ (ο) +ιθρες]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουτρούλι, το [ku’truli]
κουτρούλι, το [ku’truli]: η σωρός από χώμα που δημιουργείται από το σκάψιμο του αμπελιού. [σχετ. με το ουσ. κούτρ(α) -ούλι (Aλεξίου 1981: II 79-80, IV 5-6, Moutsos 1988: 416-8). H λ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κουτρουλιάζω [kutru’ʎazo]
κουτρουλιάζω [kutru’ʎazo]: φυλάω το χωράφι για να μην πάνε πρόβατα να βοσκήσουν. [κουτρούλ(ι) ‘μικρός λοφίσκος χώματος’ -ιάζω].
-
κούρος, ο [‘kuros]
κούρος, ο [‘kuros]: το κούρεμα των προβάτων. [κουρ(εύω) -ος (αναδρ. σχημ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουρκουβίκι, το [kurku’viki]
κουρκουβίκι, το [kurku’viki]: πίτα φτιαγμένη από το πρώτο παχύ γάλα των γιδοπροβάτων το οποίο συλλέγεται μετά από την γέννα. Και: https://ilialang.gr/κουρκουφίγκι-το-kurkufiɟi/