Ετικέτα: ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
-
χαβιά, η [xa’vʝa]
χαβιά, η [xa’vʝa]: χαλινάρι για ατίθασα άλογα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φρατζιάτα, η [fra’dzʝata]
φρατζιάτα, η [fra’dzʝata]: πρόχειρο καλύβι από χόρτα για το καλοκαίρι, στέκι. ‘Ο βοσκός καθόταν στη φρατζιάτα του για να ξαπωστάσει’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φούσκουλος, ο [‘fuskulos]
φούσκουλος, ο [‘fuskulos]: πέσιμο από γλίστρημα: ‘Έφαγε ένα γερό φούσκουλο’ (έπεσε και γλίστρησε).
-
φορτσέρι, το [fo’rtseri]
φορτσέρι, το [fo’rtseri]: μπαούλο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φλουσκούνι, το [flu’skuni]
φλουσκούνι, το [flu’skuni]: αγριόχορτο με έντονη μυρωδιά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φλιέσκουρα [‘fʎeskura]
φλιέσκουρα [‘fʎeskura]: α. ξερά φύλλα δέντρου. β. άχρηστα: ‘Πήρε όλα τα φλιέσκουρα και τα πέταξε’. Και: https://ilialang.gr/φλέσουρα-τα-flesura/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φλέτζα, η [‘fledza]
φλέτζα, η [‘fledza]: α. η φλούδα. β. η φέτα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φέρτσελο, το [‘fertselo]
φέρτσελο, το [‘fertselo]: χαρακτηρισμός για κτ άχρηστο: ‘Πέτα τα πια! Είναι φέρτσελα ούλα αυτά!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φαλαρίδα, η [fala’riða]
φαλαρίδα, η [fala’riða]: είδος αγριόχορτου με σκληρά και αρκετά αιχμηρά αγκάθια. Και: https://ilialang.gr/αφαλαρίδα-η/
-
τσουτσουρεύομαι [tsutsu’revome]
τσουτσουρεύομαι [tsutsu’revome]: ζωηρεύω, υπερηφανεύομαι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουρούλια [tsu’ruʎa]
τσουρούλια [tsu’ruʎa]: πολύ γρήγορα: ‘Έφυγε τσουρούλια!’.
-
τσούγκανο, το [‘tʃuŋgano]
τσούγκανο, το [‘tʃuŋgano]: πολύ ξερό ψωμί. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσίτσικας, ο [‘tsitsikas]
τσίτσικας, ο [‘tsitsikas]: το πίσω τμήμα που συγκρατεί το στυλιάρι ενός εργαλείου, όπως της αξίνας. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιομύτης, ο [tʃo’mitis]
τσιομύτης, ο [tʃo’mitis]: αυτός που έχει μικρή μύτη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιουμπί, το [‘tʃumbi]
τσιουμπί, το [‘tʃumbi]: α. σκαμνί από κορμό δέντρου. β. ρόζος στο ξύλο. ‘Γέμισε με τσιούμπια’ (γέμισε με ρόζους). Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιλιβήθρα, η [tʃili’viθra]
τσιλιβήθρα, η [tʃili’viθra]: α. είδος μικρού ωδικού πτηνού. β. (μτφ.) για μικρόσωμο και αδύνατο άνθρωπο, συνήθ. για παιδί ή για γυναίκα: ‘Αυτό το κορίτσι είναι σαν τσιλιβήθρα!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιάμ τσιριρίμ, το [tʃamtʃiri’rim]
τσιάμ τσιριρίμ, το [ʃamʃiri’rim]: παιδικό παιχνίδι.
-
τσιατουμάς, ο [tʃatu’mas]
τσιατουμάς, ο [tʃatu’mas]: εσωτερικός λεπτός τοίχος με καλάμια. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσατσάλα, η [tʃa’tʃala]
τσατσάλα, η [tʃa’tʃala]: η διχάλα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσέπι, το [‘tʃepi]
τσέπι, το [‘tʃepi]: το κέρατο.