Ετικέτα: ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
-
γούρμος [‘γurmos]
γούρμος, -α, -ο [‘γurmos]: ο γινωμένος, ο ώριμος.
-
γουλί [γu’li]
γουλί [γu’li]: (επιρρ.) κούρεμα μέχρι την ρίζα: ‘Με κούρεψε γουλί’.
-
γκομώλι, το [go’moli]
γκομώλι, το [go’moli]: σβώλος, λίθος.
-
γκανιάζω [ga’ɲazo]
γκανιάζω [ga’ɲazo]: διψάω πολύ: ‘Γκάνιαξα’ (δίψασα πολύ). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βουντούχλας, ο [vu’duxlas]
βουντούχλας, ο [vu’duxlas]: παχύς άνθρωπος: ‘Αυτός είναι τελείως βουντούχλας’.
-
βορός, ο [vo’ros]
βορός, ο [vo’ros]: το πέρασμα.
-
βοριάζω [vo’rʝazo]
βοριάζω [vo’rʝazo]: στριμώχνω.
-
βλάγκος, ο [‘vlagos]
βλάγκος, ο [‘vlagos]: όνομα αλόγου που έχει ίδιο χρώμα στο σώμα του και διαφορετικό στο κούτελο.