Ετικέτα: ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
-
μασκαλιάρης, ο [maska’ʎaris]
μασκαλιάρης, ο [maska’ʎaris]: ο δεύτερος στη σειρά εργάτης από αυτούς που οργώνουν.
-
μαρτίνα, η [ma’rtina]
μαρτίνα, η [ma’rtina]: γίδα ή προβατίνα που έχουμε για τις ανάγκες του σπιτιού.
-
μαρμάρα, η [ma’rmara]
μαρμάρα, η [ma’rmara]: η στείρα προβατίνα.
-
μανιαμούνιας, ο [maɲa’muɲas]
μανιαμούνιας, ο [maɲa’muɲas]: αυτός που εξαρτάται από την μητέρα ή την γυναίκα του.
-
μαλαπέρδα, η [mala’perða]
μαλαπέρδα, η [mala’perða]: α. το μεγάλο πέος. β. (μειωτ.) υβριστικός χαρακτηρισμός για κπ. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λυτάρι, το [li’tari]
λυτάρι, το [li’tari]: το σχοινί του αγροφύλακα με το οποίο έδενε τα ζώα όταν είχαν προκαλέσει κάπου ζημιά. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
λούπος, ο [‘lupos]
λούπος, ο [‘lupos]: αυτός που έχει μεγάλα αυτιά. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
λουμάκι, το [lu’maki]
λουμάκι, το [lu’maki]: το μικρό φυτράδι στις ρίζες του δένδρου. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λιόκριση, η [‘ʎokrisi]
λιόκριση, η [‘ʎokrisi]: η πανσέληνος.
-
λιβάκωσα [li’vakosa]
λιβάκωσα [li’vakosa]: παραζεστάθηκα, ίδρωσα.
-
λιάνωμα, το [‘ʎanoma]
λιάνωμα, το [‘ʎanoma]: το χρήμα.
-
λεφούσι, το [le’fusi]
λεφούσι, το [le’fusi]: μεγάλος αριθμός από κτ.: ‘Ένα λεφούσι από μύγες’. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λετόνι, το [le’toni]
λετόνι, το [le’toni]: όμορφη και καλοκαμωμένη ψιλή κοπέλα: ‘Είναι κορίτσαρος αυτή, σκέτο λετόνι’.
-
λεσά, η [le’sa]
λεσά, η [le’sa]: η πρόχειρη πόρτα του γαλαριού: ‘Έγειρε τη λεσά πίσω του’ (έκλεισε το πορτάκι των προβάτων). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λαθουρός [laθu’ros]
λαθουρός, ή, ό [laθu’ros]: πολύχρωμος. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λάζος, ο [‘lazos]
λάζος, ο [‘lazos]: χωράφι μέσα στο δάσος. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λαγούσα, η [la’γusa]
λαγούσα, η [la’γusa]: η μαγκούρα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κωλούμπρα, η [ko’lumbra]
κωλούμπρα, η [ko’lumbra]: τα έχω χαμένα, έπεσα από τα σύννεφα: ‘Έχω πάθει κωλούμπρα!’.
-
κράνη, η [‘krani]
κράνη, η [‘krani]: α. η δυστυχία: ‘Έπεσε μεγάλη κράνη στην χώρα ετότενες’. β. η ανομβρία. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κουτσούνι, το [ku’tsuɲi]
κουτσούνι, το [ku’tsuɲi]: α. ο εξαρτώμενος άνθρωπος. β. ο σώγαμπρος. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html