Ετικέτα: ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
-
μποτσιόνα, η [bo’tsçona]
μποτσιόνα, η [bo’tsçona]: η μπουκάλα.
-
μπομπόλια, τα [bo’boʎa]
μπομπόλια, τα [bo’boʎa]: σαλιγκάρια μεγάλου μεγέθους.
-
μποκρίλα, η [bo’krila]
μποκρίλα, η [bo’krila]: το άγονο ακαλλιέργητο χωράφι.
-
μπόκαλα, τα [‘bokala]
μπόκαλα, τα [‘bokala]: α. μικροί πέτρινοι βώλοι που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για το ομώνυμο παιχνίδι: ‘Όταν ήμασταν μικρά παίζαμε μπόκαλα. Τα ξέρεις;’ β. (μτφ.) για φαγητό που είναι σκληρό και άψητο: ‘Οι μελιτζάνες είναι μπόκαλα’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπιρισμένος [mbiri’zmenos]
μπιρισμένος, -η, -ο [mbiri’zmenos]: ο δυστυχισμένος, ο άτυχος: ‘Είναι μπιρισμένη η καψερή’. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπελώνης, ο [be’lonis]
μπελώνης, ο [be’lonis]: ονομασία ασπρόμαυρου σκυλιού.
-
μπαρδαβίτσα, η [barða’vitsa]
μπαρδαβίτσα, η [barða’vitsa]: εξόγκωμα στο δέρμα, κυρίως στα άκρα.
-
μπαντανία, η [banda’nia]
μπαντανία, η [banda’nia]: χονδρή κουβέρτα από προβατόμαλλο, περασμένη από νεροτριβή.
-
μπανταβός [banda’vos]
μπανταβός, η, ο [banda’vos]: ο βλάκας, ο χαζός: ‘Μα είσαι τελείως μπανταβή;’
-
μπαλντίμι, το [ba’ldimi]
μπαλντίμι, το [ba’ldimi]: οι δερμάτινες λουρίδες που συνδέουν το σαμάρι με το ζώο.
-
μπάλια, η [‘baʎa]
μπάλια, η [‘baʎa]: προβατίνα με ασπρόμαυρο πρόσωπο.
-
μπαγάδια, τα [ba’γaðʝa]
μπαγάδια, τα [ba’γaðʝa]: οι όρχεις.
-
μούσκα, η [‘muska]
μούσκα, η [‘muska]: η γίδα με το γκρίζο μονόχρωμο τρίχωμα.
-
μουργέλα, η [mu’rγela]
μουργέλα, η [mu’rγela]: α. μύγα που πηγαίνει στα ζώα. β. (μτφ.) βαρεμάρα: ‘Με έπιασε μια μουργέλα’.
-
μουνουχισμένος [munuxi’smenos]
μουνουχισμένος, -η, -ο [munuxi’smenos]: α. ο ευνουχισμένος. β. ο άπραγος, ο απερίσκεπτος, όποιος δεν έχει κότσια.
-
μόλογο, το [‘moloγo]
μόλογο, το [‘moloγo]; ο διασυρμός. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μισοκαδιάρικο, το [misoka’ðʝariko]
μισοκαδιάρικο, το [misoka’ðʝariko]: ο αδύνατος και κοντός άνθρωπος.
-
μιζούλι, το [mi’zuli]
μιζούλι, το [mi’zuli]: το εξάνθημα, η ακμή. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μερέλας, ο [me’relas]
μερέλας, ο [me’relas]: ο βλάκας.
-
μελιγκώνι, το [meli’ŋgoni]
μελιγκώνι,το [meli’ŋgoni]: είδος μυρμηγκιού που εντοπίζεται στα δέντρα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o