Ετικέτα: ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
-
συνταυλάω [sinda’vlao]
συνταυλάω [sinda’vlao]: ανακατεύω τα κάρβουνα και τα ξύλα για να δυναμώσει η φωτιά. [< συνδαυλίζω < συ- δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.]. Και: https://ilialang.gr/συνταυλάω-ή-συμπάω/ Και: https://ilialang.gr/συνταυλίζω-sidavlizo/
-
στρόκλα, η [‘strokla]
στρόκλα, η [‘strokla]: η στροφή του μονοπατιού.
-
σπιγκουνιά, η [spiŋgu’ɲa]
σπιγκουνιά, η [spiŋgu’ɲa]: η συκοφαντία.
-
σπέντζα, η [‘spendza]
σπέντζα, η [‘spendza]: τα μανουσάκια.
-
σουρμή, η [su’rmi]
σουρμή, η [su’rmi]: το πέρασμα. Και: https://ilialang.gr/σουρσιά-η-sursca/
-
σομάδα, η [so’maða]
σομάδα, η [so’maða]: α. πλάκα πέτρινη δέκα περίπου εκατοστών διάμετρο για το παιδικό παιχνίδι «σομάδες». β. ζάλη: ‘Και με έπιασε μια σομάδα που σωριάστηκα ίσα κα’. Και: https://ilialang.gr/σιομάδα-ή-σομάδα/ Και: https://ilialang.gr/σωμάρα/
-
σκούρκος, ο [‘skurkos]
σκούρκος, ο [‘skurkos]: το σερσέγκι.
-
σκουράτζος, ο [sku’randzos]
σκουράτζος, ο [sku’randzos]: η ρέγγα: ‘Πάρε έναν σκουράτζο’.
-
σκλεπούνι, το [skle’puni]
σκλεπούνι, το [skle’puni]: πλήθος από πτερωτά μυρμήγκια.
-
σιφερτάσι, το [sife’rtasi]
σιφερτάσι, το [sife’rtasi]: α. κανάτα από αλουμίνιο με συρμάτινο χέρι. β. κούπωμα για το γάλα για να το παίρνουν μαζί τους οι αγρότες στη δουλειά τους: ‘Πάρε το σιφερτάσι μαζί σου’.
-
σγόρτσα, η [‘zγortsa]
σγόρτσα, η [‘zγortsa]: α. το μαδημένο δέρμα του χοιρινού. β. η βρωμιά.
-
σαλαχάω [sala’xao]
σαλαχάω [sala’xao]: οδηγώ τα ζώα.
-
ρουτζώνω [ru’dzono]
ρουτζώνω [ru’dzono]: κρατάω μούτρα: ‘Έλα τώρα που ρουτζώνεις!’.
-
ρούντζα, η [‘rundza]
ρούντζα, η [‘rundza]: ο θυμός: ‘Έριξε ρούντζα κι έφυγε!’ Βλ. επίσης: http://www.matesi.gr/ro.html Όπως και: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
ρουμπελιά, η [rube’ʎa]
ρουμπελιά, η [rube’ʎa]: ρεύμα από νερό που σχηματίζεται μετά από έντονη βροχή .
-
ρουκέλα, η [ru’kela]
ρουκέλα, η [ru’kela]: α. κουβαρίστρα. β. είδος παιχνιδιού.
-
ρέχτη, η [‘rexti]
ρέχτη, η [‘rexti]: το τμήμα της στέγης που εξέχει από τον τοίχο του οικήματος. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πουτσαρδέλι, το [putsa’rðeli]
πουτσαρδέλι, το [putsa’rðeli]: ανήλικο παιδί που μπαίνει σε ηλικία που αρχίζει να εκφράζει ερωτικό ενδιαφέρον.
-
πουμώνω [pu’mono]
πουμώνω [pu’mono]: γεμίζω καπνό. Και: https://ilialang.gr/πουμπώνω/
-
πλιόνε [‘pʎone]
πλιόνε [‘pʎone]: πια.