Ετικέτα: ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
-
τσιλιμίγκρας, ο [tsili’mingras]
τσιλιμίγκρας, ο [tsili’mingras]: ο μικρόσωμος. ‘Κοίτα τον! Σαν τσιλιμίγκρας είναι!’
-
τσίλης, ο [‘tsilis]
τσίλης, ο [‘tsilis]: το ολόλευκο άλογο.
-
τσίγδαλα, τα [‘tsiγðala]
τσίγδαλα, τα [‘tsiγðala]: τα άγουρα αμύγδαλα: ‘Είναι τελείως τσίγδανα’ (είναι αγίνωτα).
-
τσιατούρα, η [tsça’tura]
τσιατούρα, η [tsça’tura]: η σκηνή, το αντίσκηνο, πρόχειρη κατασκευή για διανυκτέρευση.
-
τσέγκουρο, το [‘tseŋguro]
τσέγκουρο, το [‘tseŋguro]: το κοτσάνι του σταφυλιού: ‘Είναι όλο τσέγκουρο’ (όταν το σταφύλι και δεν έχει καρπό).
-
τσάτσα, η [‘tsatsa]
τσάτσα, η [‘tsatsa]: η θεία.
-
τσαλαφός [tsala’fos]
τσαλαφός, -ή, -ο [tsala’fos]: ο μισότρελος, ο ανόητος. Βλ. επίσης: https://www.slang.gr/definition/24810-tsalafos
-
τσακατούρα, η [tsaka’tura]
τσακατούρα, η [tsaka’tura]: η αχυροκαλύβα.
-
τσάγκρα, η [‘tsaŋgra]
τσάγκρα, η [‘tsaŋgra]: μονόκαννο κυνηγητικό όπλο. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τσαγκάδα, η [tsa’ŋgaða]
τσαγκάδα, η [tsa’ŋgaða]: η προβατίνα που δεν έχει γάλα. Βλ. επίσης: https://sarantakos.wordpress.com/2014/02/07/izabo/
-
τριτσινάω [tritsi’nao]
τριτσινάω [tsitsi’nao]: (κυρίως, για ζώα) κλωτσάω χοροπηδώντας: ‘Μην με τσιτσινάς τώρα!’ Και: https://ilialang.gr/ντριτσινάω/
-
τριδώνα, η [tri’ðona]
τριδώνα, η [tri’ðona]: η αιμορροΐδα.
-
τρεμοκουκουράω [tremokuku’rao]
τρεμοκουκουράω [tremokuku’rao]: τρέμω από το κρύο: ‘Τρεμοκουκούραγε από τ’αγιάζι]. [τρέμω + λέξη άγνωστης προέλευσης]. Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουρκίζω/ Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω-tremokukurizo/
-
τζολεύω [dzo’levo]
τζολεύω [dzo’levo]: α. πειράζω κάποιον. β. κλέβω: ‘Το τζόλεψα!’ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τέσα, η [‘tesa]
τέσα, η [‘tesa]: κτηνοτροφικό σκεύος για την συλλογή γάλακτος: ‘Ακούμπησε την τέσα κάτω και ξεκίνησε το άρμεγμα’.
-
τερλεκάτσι [terle’katsi]
τερλεκάτσι [terle’katsi]: (επιρρ.) ο ολόγυμνος. Βλ. επίσης: http://www.antroni.gr/cms/paradosi/glossari/850-ksexasmenes-lekseis-ligo-prin-xathoyn
-
τατάς, ο [ta’tas]
τατάς, ο [ta’tas]: ο πατέρας: ‘Αυτός είν’ ο τατάς του’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ταρκάσι [ta’rkasi]
ταρκάσι [ta’rkasi]: (επιρρ.) ο ολόγυμνος: ‘Ήταν ταρκάσι στην παραλία’.
-
ταμτέλα, η [tam’tela]
ταμτέλα, η [tam’tela]: δαντέλα.
-
ταβουλιάστηκα [tavu’ʎastika]
ταβουλιάστηκα [tavu’ʎastika]: έφαγα πολύ, πρήστηκα.