Ετικέτα: ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
-
αλποτινάζω [alpotiꞋnazo]
αλποτινάζω [alpoti’nazo]: αρπάζω βίαια και τινάζω κατά γης το θήραμα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αλπογανίζω [alpoγaꞋnizo]
αλπογανίζω [alpoγa’nizo]: περιφέρομαι σπαταλώντας το χρόνο μου ψάχνοντας θήραμα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αλντίρι, το [alꞋdiri]
αλντίρι, το [al’diri]: παρακίνηση για δράση. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγγλάδω, η [a’ŋglaðo]
αγγλάδω, η [a’ŋglaðo]: πολύ ατημέλητη γυναίκα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγανάχτια, η [aγa’naħtia]
αγανάχτια, η [aγa’naħtʝa]: στεναχώρια. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αβούλιαρος, ο [a’vuʎaros]
αβούλιαρος, ο [a’vuʎaros]: είδος βελονοειδούς φυτού.
-
ψωλούδικο, το [pso’luðiko]
ψωλούδικο, το [pso’luðiko]: το εύχαρο και πονηρό παιδί.
-
ψάνη, η [‘psani]
ψάνη, η [‘psani]: χλωρό ψημένο σιτάρι. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
χράπιος [‘xrapios]
χράπιος, -α, -ο: σάπιος, χαλασμένος.
-
χούνη, η [‘xuni]
χούνη, η [‘xuni]: α. στενό πέρασμα. β. πυκνόφυτη λαγκαδιά: ‘Πέρασμα απ’την χούνη’.
-
χαραλεύω [xara’levo]
χαραλεύω [xara’levo]: ψάχνω για κάτι προκαλώντας μικρό θόρυβο.
-
χανάκα, η [xa’naka]
χανάκα, η [xa’naka]: δερμάτινη λαιμαριά με κουδουνάκια που βάζουν στα άλογα κυρίως για το μάτι.
-
χαλιουρίζω [xaʎu’rizo]
χαλιουρίζω [xaʎu’rizo]: βγάζω άναρθρους ήχους, ψελλίζω ακαταλαβίστικα.
-
φλιόρα, η [‘fʎora]
φλιόρα, η [‘fʎora]: η κατάλευκη γίδα.
-
φλέντζα, η [‘flendza]
φλέντζα, η [‘flendza]: το ξυλαράκι που περισσεύει από το πελέκημα ξύλου.
-
τσουρούλι, το [tsu’ruli]
τσουρούλι, το [tsu’ruli]: κομμάτι από ψωμί: ‘Αμ κόψε ένα τσουρούλι ψωμί!’.
-
τσούμπι, το [‘tʃumbi]
τσούμπι, το [‘tʃumbi]: α. το ύψωμα, το τούμπι. β. το κούτσουρο. γ. φυτό από το οποίο κλάδευαν τελείως όλα του τα φύλλα. Και: https://ilialang.gr/τούμπι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσόνα, η [‘tsona]
τσόνα, η [‘tsona]: η γαϊδούρα.
-
τσιπουλίδα, η [tsipu’liða]
τσιπουλίδα, η [tsipu’liða]: τηγανίτα.
-
τσιλιμπίθρα, η [tsili’mbiθra]
τσιλιμπίθρα, η [tsili’mbiθra]: το εύχαρο και πανέξυπνο κοριτσάκι: ‘Είναι μια τσιλιμπίθρα αυτή!’.