Ετικέτα: ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
-
μπλουμπέτσα, η [blu’betsa]
μπλουμπέτσα, η [blu’betsa]: οι μικρές φουσκάλες που σχηματίζονται στα χείλη. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαμπουγέρι, το [babu’γeri]
μπαμπουγέρι, το [babu’γeri]: μικρά ζωύφια που ζουν παρασιτικά σε καρπούς ή φυτά: ‘Το δέντρο είναι γιομάτο μπαμπουγέρια’.
-
μπραχάλια, τα [mbra’xaʎa]
μπραχάλια, τα [mbra’xaʎa]: κλαδιά δέντρου πάνω στα οποία κρεμάμε διάφορα αντικείμενα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νεροσκλιό, το [nero’skʎo]
νεροσκλιό, το [nero’skʎo]: χιονόνερο: ‘Όξω ρίνει νεροσκλιό’.
-
νταβλακώνω [davla’kono]
νταβλακώνω [davla’kono]: α. τρώω υπερβολικά. β. κάνω τραπέζι, τραπεζώνω. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νταντανιάζω [dada’ɲazo]
νταντανιάζω [dada’ɲazo]: τρέμω από το κρύο: ‘Νταντάνιασα από τον ψόφο!’.
-
τζερεφός [ndzere’fos]
τζερεφός, -ή, -ό [ndzere’fos]: αδύνατος. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντιλάρι, το [di’lari]
ντιλάρι, το [di’lari]: ψηλός και δυνατός: ‘Αυτός είναι το ντιλάρ του χωριού μας’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντότι [‘doti]
ντότι [‘doti]: δηλώνει την άρνηση σε συγκεκριμένες εκφράσεις: ‘Δεν τον άκουσα ντότι’, ‘Δεν με συμπαθάς ντότι’, ‘Δεν θα τα βγάλεις πέρα ντότι με δαύτον’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξαγουσεύω [ksaγu’sevo]
ξαγουσεύω [ksaγu’sevo]: ξεκουράζομαι. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ομπρίζω [o’mbrizo]
ομπρίζω [o’mbrizo]: εμφανίζω σημάδια υγρασίας σε κάποια επιφάνεια: ‘Όμπρισαν τα πλακάκια στο μπάνιο’. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
παΐδα, η [pa’iða]
παΐδα, η [pa’iða]: η φάκα, το ξύλινο κατασκεύασμα για να πιάνει άγρια πουλιά: ‘Οι κυνηγοί στήσανε τις παΐδες κι έφυγαν’. Και: https://ilialang.gr/πλακοπαΐδα-η-plakopaida/
-
μπίγουλη, το [‘biγuli]
μπίγουλη, το [‘biγuli]: ο φιδές. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σκρούφα, η [‘skrufa]
σκρούφα, η [‘skrufa]: ρυτίδα.
-
σκρούμπο, το [‘skrumbo]
σκρούμπο, το [‘skrumbo]: σκόνη από καμένο μάλλινο ύφασμα το οποίο το χρησιμοποιούσαν για τα βρέφη. (βλ. Έθιμα).
-
μποβίτι, το [bo’viti]
μποβίτι, το [bo’viti]: μάλλινο σκοινί ή απλό σκοινί.
-
φουγκαρία, η [funga’ria]
φουγκαρία, η [funga’ria]: η φωτιά: ‘Άναψε μια φουγκαρία που έφτασε ίσαμε πάνω’.
-
μπερχάντι, το [be’rxandi]
μπερχάντι, το [be’rxandi]: ο ξυλοδαρμός.
-
μπεμπέτσα, η [be’betsa]
μπεμπέτσα, η [be’betsa]: η κλειστή κουκουνάρα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπέλεχας, ο [‘belexas]
μπέλεχας, ο [‘belexas]: το ποντίκι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf