Ετικέτα: ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
-
μιλιόρι, το [mi’ʎori]
μιλιόρι, το [mi’ʎori]: το χρονιάρικο αρνί. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μερμελάει [merme’lai]
μερμελάει [merme’lai]: φαγούρα η οποία προκαλείται ύστερα από κάποιο τσίμπημα: ‘Με μερμελάει’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μετζελούτα, η [medze’luta]
μετζελούτα, η [medze’luta]: τη στιγμή που κάποιος που πενθεί αρχίζει να ξανοίγει τα μαύρα.
-
μελιτάτη, η [meli’tati]
μελιτάτη, η [meli’tati]: η ευλογιά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μέντζες, οι [‘mendzes]
μέντζες, οι [‘mendzes]: ιδιοτροπίες κάποιου. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μαχιά, η [ma’ça]
μαχιά, η [ma’ça]: το κεντρικό ξύλο της σκεπής, το κεντρικό δοκάρι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μανουσάκι, το [manu’saki]
μανουσάκι, το [manu’saki]: το κυκλάμινο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαμούρι, το [ma’muri]
μαμούρι, το [ma’muri]: α. μικρό παιδί. β. (μειωτ.) το ανθρωπάκι: ‘Είναι μαμούρι τελείως αυτός’ (κακομοίρης).
-
μαλίνα, η [ma’lina]
μαλίνα, η [ma’lina]: αρρώστια, το κρυολόγημα: ‘Μαλίνα να σε φάει’ (κατάρα: να αρρωστήσει κάποιος). Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μακιά, η [ma’ca]
μακιά, η [ma’ca]: ο λεκές.
-
μάγαρο, το [‘maγaro]
μάγαρο, το [‘maγaro]: ατίθασο ζώο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαγκλαράς, ο [maŋgla’ras]
μαγκλαράς, ο [maŋgla’ras]: άνθρωπος, ιδίως νέος, ψηλός και άχαρος: ‘Αυτός είναι μαγκλαράς’ (πρβ. μαντράχαλος, κρεμανταλάς). Και: https://ilialang.gr/κρεμανταλάς-ο/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λυκουνιά, η [liku’ɲa]
λυκουνιά, η [liku’ɲa]: η πολυμελής οικογένεια. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λουμώνω [lu’mono]
λουμώνω [lu’mono]: κρύβομαι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λουπάφτης, ο [lu’paftis]
λουπάφτης, ο [lu’paftis]: αυτός που έχει μεγάλα αυτιά. [λούπ(ος) αυτ(ί) -ης]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λούπικο, το [‘lupiko]
λούπικο, το [‘lupiko]: το μικρό ζώο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λουμπίτσα, η [lu’bitsa]
λουμπίτσα, η [lu’bitsa]: χλωρό ξύλο βελανιδιάς. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λόθρα, τα [‘loθra]
λόθρα, τα [‘loθra]: τα δόντια των ηλικιωμένων. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λόζη, το [‘lozi]
λόζη, το [‘lozi]: φωλιά του γουρουνιού. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λισβός [li’zvos]
λισβός, -ή, -ό [li’zvos]: ο ισχνός, ο αδύνατος.