Ετικέτα: ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
-
μπραζέρης, ο [bra’zeris]
μπραζέρης, ο [bra’zeris]: α. μουσαφίρης. β. στενός φίλος. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπουχλάμι [bu’xlami]
μπουχλάμι [bu’xlami]: (επιρρ. τροπικό) φτάνει πια: ‘Μπουχλάμι σ’έχω’ (μου κάθεσαι στο στομάχι).
-
μπούφλα, η [‘bufla]
μπούφλα, η [‘bufla]: χτύπημα από την ανάποδη της παλάμης: ‘Θα φας μπούφλα’. [ίσως, ηχομιμητική].
-
μπουρλιάζω [bu’rʎazo]
μπουρλιάζω [bu’rʎazo]: φοράω.
-
μπουμπουγέρια, τα [bubu’γerʝa]
μπουμπουγέρια, τα [babu’γerʝa]: τα μαμούνια: ‘Το φαί είναι γεμάτο μπουμπουγέρια’.
-
μπούρμπουνας, ο [‘burbunas]
μπούρμπουνας, ο [‘burbunas]: σκαθάρι το οποίο βρίσκεται στις ακαθαρσίες ζώων.
-
μπουρμπούτσελο, το [bur’butselo]
μπουρμπούτσελο, το [bur’butselo]: το άγουρο κορόμηλο.
-
μπουκουβάλα, η [buku’vala]
μπουκουβάλα, η [buku’vala]: ψωμί τριμμένο σε λάδι.
-
μπολιάρης [bo’ʎaris]
μπολιάρης, -α, -ικο [bo’ʎaris]: αυτός που γυρίζει από δω κι από κει: ‘Γυρίζει σα μπολιάρης!’.
-
μπογάνα, η [bo’γana]
μπογάνα, η [bo’γana]: καπάκι που τοποθετούσαν πάνω σε ταψί που θα έμπαινε στη χόβολη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπισμπίκης, ο [bi’sbikis]
μπισμπίκης, ο [bi’sbikis]: αυτός που επιδιώκει ή έχει πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: ‘Είναι ένας μπισμπίκης αυτός!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μποβίτης, ο [bo’vitis]
μποβίτης, ο [bo’vitis]: σχοινί με το οποίο έδεναν την πάνα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπασγούνι, το [ba’sγuni]
μπασγούνι, το [ba’sγuni]: καρβέλι ξεροψημένου ψωμιού. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπάστακας, ο [‘bastakas]
μπάστακας, ο [‘bastakas]: (χωρίς γεν. πληθ.) α. ο ορθοστάτης που κρεμάμε τα παλτά στην είσοδο. β. (μτφ.) για κπ. που στέκεται όρθιος και ακίνητος με αποτέλεσμα να γίνεται ενοχλητικός: Tι στέκεσαι μπάστακας;’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπίρι μπίρι, το [‘biri ‘biri]
μπίρι μπίρι [‘biri ‘biri]: η λογοδιάρροια, μουρμούρα: ‘Μας έπιασε το μπίρι μπίρι και στασό δεν είχαμε’ (μας έπιασε την λογοδιάρροια και δεν καθόμασταν κιόλας).
-
μπαρμπαλώνουμαι [barba’lonume]
μπαρμπαλώνουμαι [barba’lonume]: σκεπάζομαι μέχρι το κεφάλι, κουκουλώνομαι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαζίνα, η [ba’zina]
μπαζίνα, η [ba’zina]: φρέσκα ζυμαρικά με αραβοσιτάλευρο που τσιγαρίζονται με λάδι ή λίπος (τσιγαρίδες). Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μουσμουλεύω [musmu’levo]
μουσμουλεύω [musmu’levo]: ψάχνω κάτι περπατώντας σκυφτός.
-
μούκουλο, το [‘mukulo]
μούκουλο, το [‘mukulo]: το προγούλι: ‘Έχει κάν’ ένα μούκουλο έγινε σα μουσχάρι’.
-
μιλιόρα, η [mi’ʎora]
μιλιόρα, η [mi’ʎora]: προβατίνα που έχει γεννήσει για πρώτη φορά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf