Ετικέτα: ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
-
τσαπερδόνα, η [tsape’rðona]
τσαπερδόνα, η [tsape’rðona]: α. για μικρό κορίτσι ή κοπέλα ζωηρή, χαριτωμένη. β. το παλιοκόριτσο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσαγκλαρίδες, οι [tsaŋgla’riðes]
τσαγκλαρίδες, οι [tsaŋgla’riðes]: τα αδύνατα πόδια: ‘Πω πως είναι τα πόδια της! Σαν τσαγκλαρίδες!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τρουμπούκι, το [tru’mbuki]
τρουμπούκι, το [tru’mbuki]: ο άμυαλος.
-
τρόκλα, η [‘trokla]
τρόκλα, η [‘trokla]: η στροφή του δρόμου. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τρεμπεκλάω [trebe’klao]
τρεμπεκλάω [trebe’klao]: τρικλίζω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τούραγνα, τα [‘turaγna]
τούραγνα, τα [‘turaγna]: τα αγαθά που αποκτήθηκαν με πολύ κόπο. Και: https://ilialang.gr/τύραγνα-τα-tiraγna/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τζιολεύω [dzo’levo]
τζιολεύω [dzo’levo]: πειράζω, ενοχλώ κάποιον. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ταχριμπέτσι, το [taxri’betsi]
ταχριμπέτσι, το [taxri’betsi]: η ενέργεια του χτυπώ κπ., τον βαράω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ταρναριστά [tarnari’sta]
ταρναριστά [tarnari’sta]: καμαρωτά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ταρκάσι, το [ta’rkasi]
ταρκάσι, το [ta’rkasi]: αντικείμενο ευτελούς αξίας, λινάτσα, ρετάλι.
-
σωμάδες, οι [so’maðes]
σωμάδες, οι [so’maðes]: παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με πλάκες ή κεραμίδια.
-
σομάρα, η [so’mara]
σομάρα, η [so’mara]: λιποθυμία, αδιαθεσία. Και: https://ilialang.gr/σομάδα-η/ Και: https://ilialang.gr/σιομάδα-ή-σομάδα/
-
σφάρδακλας, ο [‘sfarðaklas]
σφάρδακλας, ο [‘sfarðaklas]: ο βάτραχος. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
συρμαγιά, η [sirma’ʝa]
συρμαγιά, η [sirma’ʝa]: α. ο σεφτές. β. μαγιά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συξιέμαι [si’ksieme]
συξιέμαι [si’ksieme]: επιδιώκω κάτι με ανορθόδοξο τρόπο.
-
στρέκλα, η [‘strekla]
στρέκλα, η [‘strekla]: α. (ειρ.) για άνθρωπο κουτσό ή για κπ που χάνει την ισορροπία του. β. η αλογόμυγα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
στουφώνω [stu’fono]
στουφώνω [stu’fono]: πνίγομαι: ‘Στούφωσα απ’ τη βρώμα’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σπινά – σπινά [spi’na spi’na]
σπινά – σπινά [spi’na spi’na]: χαμηλόφωνα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σούτα, η [‘suta]
σούτα, η [‘suta]: προβατίνα χωρίς κέρατα. Και: https://ilialang.gr/σιούτα-sjuta/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σπιθάρι, το [spi’θari]
σπιθάρι, το [spi’θαρι]: κοιλότητα στους βράχους που σταματούσε το νερό. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o