Ετικέτα: ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
-
μπολτήμια, τα [bo’ltimɲa]
μπολτήμια, τα [bo’ltimɲa]: τα λουριά που δένουν στα καπούλια του γαϊδάρου.
-
αριοβέλι, το [arʝo’veli]
αριοβέλι, το [arʝo’veli]: ονομασία καρπού δέντρου.
-
γρανί, το [γra’ni]
γρανί, το [γra’ni]: μικρός λάκκος ανάμεσα στα χωράφια.
-
κουτσούμπα, η [ku’tsumba]
κουτσούμπα, η [ku’tsumba]: ξερά μέρη που αφαιρούνται από τα δέντρα ή τα φυτά.
-
παραβολιά, η [paravo’ʎa]
παραβολιά, η [paravo’ʎa]: μέρος όπου δεν το πιάνει το αλέτρι.
-
γάρτσα, η [‘γartsa]
γάρτσα, η [‘γartsa]: βρωμιά.
-
γουλισιά, η [γuli’sça]
γουλισιά, η [γuli’sça]: λάσπη από υπερχείλιση ποταμού.
-
λίπαρα, τα [‘lipara]
λίπαρα, τα [‘lipara]: η ρήξη υμένων στα ζώα που γεννούν.
-
βογκίλια, τα [vo’giʎa]
βογκίλια, τα [vo’giʎa]: λαχανικά.
-
μπουλθάμες, οι [bu’lθames]
μπουλθάμες, οι [bu’lθames]: σπόρια κολοκυθιάς.
-
κουλουντριάζει [kulu’ndriazi]
κουλουντριάζει [kulu’ndriazi]: σβολιάζει ο χυλός.
-
μπούρτζανε [‘burdtzane]
μπούρτζανε [‘burdtzane]: έκοψε το γάλα.
-
σιχλιάζει [si’xʎazi]
σιχλιάζει [si’xʎazi]: μουχλιάζει το τυρί.
-
ματσαράγκας, ο [matsa’rangas]
ματσαράγκας, ο [matsa’rangas]: ο απατεώνας: ‘Ήρθε κι εκείνος ο ματσαράγκας και τον γιουχάραν ούλοι’.
-
μαχιάς, ο [ma’ças]
μαχιάς, ο [ma’ças]: η κορυφή μιας στέγης. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μούρτσα [‘murtsa]
μούρτσα [‘murtsa]: (επιρρ.) μισοσκόταδα.
-
μπαγιάτι, το [ba’ʝati]
μπαγιάτι, το [ba’ʝati]: το κρύο: ‘Ξυρίζει όξω. Έχει ένα μπαγιάτ’ (κάνει πολύ κρύο).
-
μπερνάκι, το [be’rnaki]
μπερνάκι, το [be’rnaki]: αρνί ενός έτους.
-
μπιζεύλι, το [bi’zevli]
μπιζεύλι, το [bi’zevli]: σιδερένια βέργα που συμπληρώνει τον ζυγό στα ζώα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπινιάρης [bi’ɲaris]
μπινιάρης, -α, -ικο [bi’ɲaris]: δίδυμος: ‘Τούτα δω είναι μπινιάρικα’ (είναι δίδυμα). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o