Ετικέτα: ΑΓΓΛΙΚΗ
-
ντρίλι, το [‘drili]
ντρίλι, το [‘drili]: είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος που το χρησιμοποιούσαν κυρίως για να φτιάχνουν παντελόνια. [αγγλ. drill -ι].
-
μπρούκλης, ο [‘bruklis]
μπρούκλης, ο [‘bruklis]: (μτφ.) ο ξενιτεμένος κουβαρντάς. [Μπρούκλ(ιν) -ης].
-
λουμίνι, το [lu’miɲi]
λουμίνι, το [lu’miɲi]: το χάρτινο του καντηλιού. [λόγ. < αγγλ. alumin(ium)-ι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf