Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας

  • αμέτε [aꞋmete]

    αμέτε [aꞋmete]: πήγαινε, πηγαίνετε. [άμε: μσν. άμε (προστ. του πηγαίνω) < άγωμε με αποβ. του μεσοφ. [γ] και αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἄγωμεν ‘πάμε’ (υποτ. του ἄγω) (σύγκρ. πηγαίνω, πάω)· άμετε: αναλ. προς το λέγετε· αμέτε: αναλ. προς προστ. με τόνο στην παραλ.: ελάτε]. Και: https://ilialang.gr/άμε-αμέτε/

  • σκρούφα, η [‘skrufa]

    σκρούφα, η [‘skrufa]: ρυτίδα.

  • σκρούμπο, το [‘skrumbo]

    σκρούμπο, το [‘skrumbo]: σκόνη από καμένο μάλλινο ύφασμα το οποίο το χρησιμοποιούσαν για τα βρέφη. (βλ. Έθιμα).

  • μποβίτι, το [bo’viti]

    μποβίτι, το [bo’viti]: μάλλινο σκοινί ή απλό σκοινί.

  • σπαργανίδα, η [sparγa’niða]

    σπαργανίδα, η [sparγa’niða]: μακριά και πλατιά λουρίδα υφάσματος, με την οποία περιτύλιγαν το βρέφος. [< αρχ. σπάργαν(ον) -ίδα].

  • θαλά [θa’la]

    θαλά [θa’la]: θα ήθελα να: ‘Θαλά έρθω από το χωριό’. Και: https://ilialang.gr/θελά/

  • λετσής, ο [le’tsis]

    λετσής, ο [le’tsis]: άνθρωπος αναξιοπρεπής, άξιος καταφρόνησης: ‘Είναι λετσής και βρωμερός’ (κακός και επικύνδινος). [ιταλ. lezzo ‘βρόμα΄ -ης]. Και: https://ilialang.gr/λέτσος-ο-letsos/

  • φουγκαρία, η [funga’ria]

    φουγκαρία, η [funga’ria]: η φωτιά: ‘Άναψε μια φουγκαρία που έφτασε ίσαμε πάνω’.  

  • λιχνίζω [li’xnizo]

    λιχνίζω [li’xnizo]: ξεχωρίζω το (βαρύτερο) σιτάρι, από το (ελαφρότερο) άχυρο πετώντας τα στον αέρα. [αρχ. λικμῶ > ελνστ. λικμίζω, λικνίζω (με επίδρ. της λ. λίκνον) > μσν. λιχνώ, λιχνίζω (ανομ. τρόπου άρθρ. [kn > xn] )]. Και: https://ilialang.gr/λιχνίζω-lixnizo-ομαι/

  • λόιδο, το [‘loiðo]

    λόιδο, το [‘loiðo]: τούφα από μαλλιά που πέφτει στο μέτωπο. [αρχ. λό(φος) –ιδ(ι) -ο]. Και: https://ilialang.gr/λόϊδο-λοίδι/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μουνουχίζω [munu’xizo]

    μουνουχίζω [munu’xizo]: ευνουχίζω. [αρχ. εὐνοῦχος > μσν. *βνούχος (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνούχος με τροπή [vn > mn] (σύγκρ. ελαύνω > λάμνω, χαύνος > αχαμνός) > μσν. μουνούχος (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ.)] < μουνούχ(ος) –ίζω]. Και: https://ilialang.gr/μουνουχάω/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf  

  • μπουλαμάς, ο [bula’mas]

    μπουλαμάς, ο [bula’mas]: το φιλοδώρημα στα παιδιά τις γιορτές. [βεν. bonama(n) -ς με τροπή ν σε λ]. Και: https://ilialang.gr/μπουλαμάς-ο/

  • μπούκα, η [‘buka]

    μπούκα, η [‘buka]: το στόμιο. [ιταλ. (διαλεκτ.) & βεν. buca ‘στενό άνοιγμα, στόμιο καναλιού΄ & βεν. boca ‘στόμα, στόμιο πυροβόλου΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπούζι [‘buzi]

    μπούζι [‘buzi]: (επιρρ.) πολύ κρύο. [τουρκ. buz -ι].  

  • μπουγάς, ο [bu’γas]

    μπουγάς, ο [bu’γas]: αρσενικό χρονιάρικο βόδι. [τουρκ. boğa -ς ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπερχάντι, το [be’rxandi]

    μπερχάντι, το [be’rxandi]: ο ξυλοδαρμός.

  • μπεμπέτσα, η [be’betsa]

    μπεμπέτσα, η [be’betsa]: η κλειστή κουκουνάρα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπέλεχας, ο [‘belexas]

    μπέλεχας, ο [‘belexas]: το ποντίκι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπέκιος [‘becos]

    μπέκιος, -α, -ο [‘becos]: στραβός: ‘Μα είναι τελείως μπέκιο το καημένο’. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπατίνι, το [ba’tini]

    μπατίνι, το [ba’tini]: το ξύλο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;