Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας
-
μαχιάς, ο [ma’ças]
μαχιάς, ο [ma’ças]: η κορυφή μιας στέγης. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μεριδοχάρτι, το [meriðo’xarti]
μεριδοχάρτι, το [meriðo’xarti]: το χαρτί πάνω στο οποίο γράφει το ιερέας τα ονόματα όσων θα μνημονεύσει. [μερίδ(α) -ο- χαρτί]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μούρτσα [‘murtsa]
μούρτσα [‘murtsa]: (επιρρ.) μισοσκόταδα.
-
μπαγιάτι, το [ba’ʝati]
μπαγιάτι, το [ba’ʝati]: το κρύο: ‘Ξυρίζει όξω. Έχει ένα μπαγιάτ’ (κάνει πολύ κρύο).
-
μπερνάκι, το [be’rnaki]
μπερνάκι, το [be’rnaki]: αρνί ενός έτους.
-
μπιζεύλι, το [bi’zevli]
μπιζεύλι, το [bi’zevli]: σιδερένια βέργα που συμπληρώνει τον ζυγό στα ζώα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπινιάρης [bi’ɲaris]
μπινιάρης, -α, -ικο [bi’ɲaris]: δίδυμος: ‘Τούτα δω είναι μπινιάρικα’ (είναι δίδυμα). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπλουμπέτσα, η [blu’betsa]
μπλουμπέτσα, η [blu’betsa]: οι μικρές φουσκάλες που σχηματίζονται στα χείλη. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαμπουγέρι, το [babu’γeri]
μπαμπουγέρι, το [babu’γeri]: μικρά ζωύφια που ζουν παρασιτικά σε καρπούς ή φυτά: ‘Το δέντρο είναι γιομάτο μπαμπουγέρια’.
-
μπραχάλια, τα [mbra’xaʎa]
μπραχάλια, τα [mbra’xaʎa]: κλαδιά δέντρου πάνω στα οποία κρεμάμε διάφορα αντικείμενα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νεροπούλος, ο [nero’pulos]
νεροπούλος, ο [nero’pulos]: αυτός που καθορίζει το μοίρασμα του νερού που θα χρησιμοποιηθεί για το πότισμα στα χωράφια. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νεροσκλιό, το [nero’skʎo]
νεροσκλιό, το [nero’skʎo]: χιονόνερο: ‘Όξω ρίνει νεροσκλιό’.
-
νταβλακώνω [davla’kono]
νταβλακώνω [davla’kono]: α. τρώω υπερβολικά. β. κάνω τραπέζι, τραπεζώνω. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νταβλαράς, ο [davla’ras]
νταβλαράς, ο [davla’ras]: μεγαλόσωμος: ‘Ήσαντε δύο νταβλαράδες, ίσαμε κει πάνου’. [τουρκ. dağlar πληθ. της λ. dağ ‘βουνό΄ -άς, με τροπή του g σε β, από φρ. όπως dağlar kadar “σαν τα βουνά”, δηλ. τεράστιος, dağlar anasι για μεγαλόσωμη γυναίκα].
-
νταντανιάζω [dada’ɲazo]
νταντανιάζω [dada’ɲazo]: τρέμω από το κρύο: ‘Νταντάνιασα από τον ψόφο!’.
-
τζερεφός [ndzere’fos]
τζερεφός, -ή, -ό [ndzere’fos]: αδύνατος. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντιλάρι, το [di’lari]
ντιλάρι, το [di’lari]: ψηλός και δυνατός: ‘Αυτός είναι το ντιλάρ του χωριού μας’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντότι [‘doti]
ντότι [‘doti]: δηλώνει την άρνηση σε συγκεκριμένες εκφράσεις: ‘Δεν τον άκουσα ντότι’, ‘Δεν με συμπαθάς ντότι’, ‘Δεν θα τα βγάλεις πέρα ντότι με δαύτον’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξαγουσεύω [ksaγu’sevo]
ξαγουσεύω [ksaγu’sevo]: ξεκουράζομαι. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξώμαχος, ο [‘ksomaxos]
ξώμαχος, ο [‘ksomaxos]: (μτφ.) αυτός που εργάζεται στα χωράφια. [ξω + μάχ(η) -ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;