Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας

  • ταχριμπέτσι, το [taxri’betsi]

    ταχριμπέτσι, το [taxri’betsi]: η ενέργεια του χτυπώ κπ., τον βαράω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταχιά [ta’ça]

    ταχιά [ta’ça]: επίρρ. χρον.: α. αύριο πρωί πρωί: ‘θα ξεκινήσουμε ταχιά ταχιά’. β. σύντομα: ‘ταχιά θα λογαριαστούμε’. [μσν. ταχιά < αρχ. ταχέα ουδ. πληθ. του επιθ. ταχύς με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].

  • τάχατε [‘taxate]

    τάχατε [‘taxate]: (επίρρ.) τάχα. [< τάχα με προσθήκη του -τε αναλ. προς το κάποτε· προσθήκη του -ς αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: χτες]. Και: https://ilialang.gr/τάχατες-taxates/

  • ταρναριστά [tarnari’sta]

    ταρναριστά [tarnari’sta]: καμαρωτά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταρναρίζομαι [tarna’rizome]

    ταρναρίζομαι [tarna’rizome]: ταλαντεύομαι, λικνίζομαι. [ίσως, ελνσ. ταλανίζω < ταλανίζομαι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταρκάσι, το [ta’rkasi]

    ταρκάσι, το [ta’rkasi]: αντικείμενο ευτελούς αξίας, λινάτσα, ρετάλι.

  • ταράκουλο, το [ta’rakulo]

    ταράκουλο, το [ta’rakulo]: (χωρίς πληθ.) ταραχή, κλονισμός. [ίσως ταρακουν(ώ) -ο (αναδρ. σχημ.) με τροπή [n > l] (;)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταπέτο, το [ta’peto]

    ταπέτο, το [ta’peto]: χαλί. [αντδ. < ιταλ. tappeto < λατ. tappetum < αρχ. ταπητ- (τάπης δες στο τάπητας)].

  • ταντέλα, η [ta’dela]

    ταντέλα, η [ta’dela]: η δαντέλα. [< δαντέλα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταμπουράς, ο [tambu’ras]

    ταμπουράς, ο [tambu’ras]: γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου. Φράση (μτφ): η κοιλιά του βαράει* ταμπουρά. [μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura -ς (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)]. Και: https://ilialang.gr/νταμπουράς/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταμπάσης, ο [ta’basis]

    ταμπάσης, ο [ta’basis]: έμπορος αλόγων. [τουρκ. tabak ‘βυρσοδέψης’ (από τα αραβ.) -ης].

  • ταμαχιάρης [tama’çaris]

    ταμαχιάρης, -α, -ικο [tama’çaris]: α. πλεονέκτης, λαίμαργος, αχόρταγος. β. δουλευταράς. [ταμάχ(ι) -ιάρης (πρβ. τουρκ. tamahkâr)]. Και: https://ilialang.gr/νταμαχιάρης/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταμάμ [ta’mam]

    ταμάμ [ta’mam] (επίρρ.): ακριβώς. [τουρκ. tamam (από τα αραβ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • τάλε κουάλε [‘tale ku’ale]

    τάλε κουάλε [‘tale ku’ale]: (άκλ.): ολόιδιος, φτυστός. [ιταλ. φρ. tale quale].

  • ταή, η [ta’i]

    ταή, η [ta’i]: το φαγητό των ζώων. [< ταί(ζω)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τάβλα, η [‘tavla]

    τάβλα, η [‘tavla]: Φράση: ‘γίνομαι / είμαι τάβλα’ (στο μεθύσι), μεθώ πάρα πολύ. [ελνστ. τάβλα (μαρτυρείται στη σημ.: ‘τραπέζι για ζάρια’, η σημερ. σημ. μσν.) < υστλατ. *tabla (πρβ. γαλλ. table ‘τραπέζι’) < λατ. tabula]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σώσμα, το [‘sozma]

    σώσμα, το [‘sozma]: η τελευταία ποσότητα του κρασιού που παίρνουμε από το βαρέλι. [σωσ- (σώνω) -μα (διαφ. το μσν. σώσμα ‘σώσιμο’)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σαρώνω [sa’rono]

    σαρώνω [sa’rono]: α. σκουπίζω. β. φτιάχνω σωρό [< 1. ελνστ. σαρ(ῶ) -ώνω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. balayer & αγγλ. sweep]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σώνω [‘sono]

    σώνω [‘sono]: α. τελειώνω. β. καταναλίσκω ή ξοδεύω κτ.: ‘Σώθηκε το ψωμί. Σώθηκαν τα λεφτά’. [μσν. σώνω < αρχ. σῴζω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. σωσ- κατά το σχ.: χασ- (έχασα) – χάνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σομάρα, η [so’mara]

    σομάρα, η [so’mara]: λιποθυμία, αδιαθεσία. Και: https://ilialang.gr/σομάδα-η/ Και: https://ilialang.gr/σιομάδα-ή-σομάδα/

Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;