Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας
-
φαρφάλα, η [fa’rfala]
φαρφάλα, η [fa’rfala]: η πολυλογία, βλακεία: ‘Ούλο φαρφάλες λες’ [< τουρκ. farfar(a) ( [-fará] ) -ας (από τα αραβ., σύγκρ. φαμφαρόνος)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φαρμακώνω [farma’kono]
φαρμακώνω [farma’kono]: α. δίνω σε κπ. δηλητήριο, δηλητηριάζω, σκοτώνω με δηλητήριο. β. για πικρή γεύση: ‘Δεν έβαλα ζάχαρη στον καφέ και φαρμακώθηκα’. γ. (μτφ.) ‘Φαρμάκωσε τώρα’ (τρώγε τώρα) ή ‘κάνει φαρμάκι’ (κάνει πολύ κρύο) (αρχ. φαρμακῶ ‘θεραπεύω με φάρμακα΄)].
-
φαρμακίλα, η [farma’cila]
φαρμακίλα, η [farmaˈcila]: έντονα δυσάρεστη διάθεση (μτφ): “Άσε με στην φαρμακίλα μου, παιδάκι μου’. [φαρμάκ(ι) -ίλα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φαλαρίδα, η [fala’riða]
φαλαρίδα, η [fala’riða]: είδος αγριόχορτου με σκληρά και αρκετά αιχμηρά αγκάθια. Και: https://ilialang.gr/αφαλαρίδα-η/
-
φάλαρα, τα [‘falara]
φάλαρα, τα [‘falara]: α. μεταλλικά κοσμήματα της περικεφαλαίας. β. στολίδια του μετώπου, του χαλιναριού ή των ηνίων του αλόγου. [λόγ. < αρχ. φάλαρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φακιόλι, το [fa’coli]
φακιόλι, το [fa’coli]: α. (προφ.) γυναικείο μαντίλι που δένεται στο κεφάλι για να το προστατεύει, κυρίως κατά την εκτέλεση οικιακών εργασιών· β. πετσέτα φαγητού (πρβ. τσεμπέρι). [μσν. φακιόλιν < ελνστ. φακιάλιον < υστλατ. facial(e) ‘κεφαλόδεσμος΄ -ιον < λατ. facies ‘πρόσωπο΄ με επίδρ. του ελνστ. φακιόλιον (ίδ. σημ.) < λατ. fasciol(a) ‘μικρός επίδεσμος΄ -ιον]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
υφάδι, το [i’faði]
υφάδι, το [i’faði]: το κατά πλάτος και κάθετο στο στημόνι νήμα του υφάσματος που υφαίνεται στον αργαλειό. [μσν. υφάδιον υποκορ. του αρχ. ὑφ(ή) –άδιον]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
υγιός, ο [i’ʝos]
υγιός, ο [i’ʝos]: ο γιος. [αρχ. υἱός].
-
τυλιγαδιάζω [tiliγa’δjazo]
τυλιγαδιάζω [tiliγa’δjazo]: τυλίγω το νήμα σε τυλιγάδι: ‘Οι υφάντρες τυλιγαδιάζουν τα νήματα’. [τυλιγάδ(ι) -ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τυλιγάδι, το [tili’γaði]
τυλιγάδι, το [tili’γaði]: ξύλινο όργανο όπου οι υφάντριες τυλίγουν το νήμα σε κουβάρια, καθώς αυτό ξετυλίγεται από το αδράχτι. [μσν. τυλιγάδιον < τυλίγ(ω) -άδιον > -άδι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουτσουρεύομαι [tsutsu’revome]
τσουτσουρεύομαι [tsutsu’revome]: ζωηρεύω, υπερηφανεύομαι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουρουφλίζω [tsuru’flizo]
τσουρουφλίζω [tsuru’flizo]: καίω με κερί. [τσουρουφλίζω]. Και: https://ilialang.gr/τσουρουφλάω-tsuruflao/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουρούλια [tsu’ruʎa]
τσουρούλια [tsu’ruʎa]: πολύ γρήγορα: ‘Έφυγε τσουρούλια!’.
-
τσουρλώνω [tsu’rlono]
τσουρλώνω [tsu’rlono]: σουφρώνω: ‘Τσούρλωσε τα χείλα’ (έσφιξε τα χείλη). [ίσως από το ρ. στυλώνω ‘στήνω όρθια’]. Και: https://ilialang.gr/τσουλώνω/
-
τσουρδέλι, το [tsu’rðeli]
Τσουρδέλι, το [tsu’rðeli]: έξυπνο κορίτσι.
-
τσουράπω, η [tsu’rapo]
τσουράπω, η [tsu’rapo]: χαρακτηρισμός άξεστης γυναίκας: ‘Τι τσουράπω είναι αυτή!’. [τσουράπ(ι) θηλ. -ω < τουρκ. çorap].
-
τσουράπι, το [tsu’rapi]
τσουράπι, το [tsu’rapi]: μάλλινη ανδρική κάλτσα. [τουρκ. çorap -ι ( [o > u] από επίδρ. του [r] )]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουπαρώνα, η [tʃupa’rona]
τσουπαρώνα, η [tʃupa’rona]: ομορφοκόριτσο.’Είναι μια τσουπαρώνα αυτή!’ [< τσούπ(α) –άρ(α) -ώνα].
-
τσούνα, η [‘tʃuna]
τσούνα, η [‘tʃuna]: τα γεννητικά όργανα παιδιού. [αλβ. tşuni ‘το αγόρι΄].
-
τσουλώνω [tʃu’lono]
τσουλώνω [tʃu’lono]: σηκώνω τα χείλη [ίσως από το ρ. στυλώνω ‘στήνω όρθια’]. Και: https://ilialang.gr/τσουρλώνω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;