Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας
-
φτουράω [ftu’rao]
φτουράω [ftu’rao]: α. (για πρόσ.) είμαι επαρκής, ικανός για κτ.: ‘Το κρασί δε φτούρησε’. β. (για πργ.): Tα λόγια του (δε) φτούρησαν, (δεν) ήταν επαρκή ώστε να πείσουν, να επηρεάσουν σοβαρά. [ίσως λατ. obduro ‘επιμένω, αντέχω’ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επίδρ. του φτάνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φτούνα [‘ftuna]
φτούνα [‘ftuna]: αυτά εκεί.
-
φτου [ftu]
φτου [ftu]: εκεί. Και: https://ilialang.gr/εδεφτούλια-επιρ-το-ίδιο-με-το-εδευτού/ Και: https://ilialang.gr/ευτού/ Και: https://ilialang.gr/εδεφτού/
-
φτερακάω [ftera’kao]
φτερακάω [ftera’kao]: α. φτερουγίζω, πετάω. β. (μτφ.) πεθαίνω: ‘Εγώ ίσαμε τότε, θα έχω φτερακίσει’. [ < φτερ(ουγίζω) -ακάω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φτενός [fte’nos]
φτενός, -ή, -ό [fte’nos]: λεπτός, λιγνός: ‘Κόψε μου μια φέτα τυρί, φτενή νά’ναι’. [μσν. φτενός < πτενός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft], ίσως < αρχ. πτηνός ‘φτερωτός’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φρίκιασα [‘fricasa]
φρίκιασα [‘fricasa]: φοβήθηκα. [< αρχ. φρίκ(η) –ιασα].
-
φρατζιάτα, η [fra’dzʝata]
φρατζιάτα, η [fra’dzʝata]: πρόχειρο καλύβι από χόρτα για το καλοκαίρι, στέκι. ‘Ο βοσκός καθόταν στη φρατζιάτα του για να ξαπωστάσει’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φραμπαλίκι, το [framba’liki]
φραμπαλίκι, το [framba’liki]: η πλάκα, το αστείο [< φαρμπαλάς με μετάθ. του [r] < γαλλ. falbala -ς με ανομ. υγρών [l-l > r-l] ].
-
φουσκώνω [fu’skono]
φουσκώνω [fu’skono]: νευριάζω [μσν. φουσκώνω < φούσκ(α) -ώνω].
-
φούσκουμα, το [‘fuskuma]
φούσκουμα, το [‘fuskuma]: α. τυμπανισμός. β. αρρώστια ζώων. [< φούσκ(ωμα) -ούμα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φούσκουλος, ο [‘fuskulos]
φούσκουλος, ο [‘fuskulos]: πέσιμο από γλίστρημα: ‘Έφαγε ένα γερό φούσκουλο’ (έπεσε και γλίστρησε).
-
φουσάω [fu’sao]
φουσάω [fu’sao]: φυσάω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φουρκάω [fu’rkao]
φουρκάω [fu’rkao]: κρεμάω: ‘Φουρκίστηκε’ (απαγχονίστηκε): https://ilialang.gr/φουρκίστηκε/. [ ελνστ.< φουρκ(ίζω) -άου]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φουρκάδα, η [fu’rkaða]
φουρκάδα, η [fu’rkaða]: ξύλινο δίχαλο για υποστήριγμα δέντρων και φυτών, [< φούρκ(α) –άδα]. Και: https://ilialang.gr/φούρκα-η-furka/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φούρκα, η [‘furka]
φούρκα, η [‘furka]: α. ξύλινος κυρίως πάσσαλος που καταλήγει σε διχάλα. Και: https://ilialang.gr/φουρκάδα-η/ β. η θηλιά της κρεμάλας. [ελνστ. φοῦρκα < λατ. furca]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φορτοτριχιά, η [fortotri’ça]
φορτοτριχιά, η [fortotri’ça]: το σχοινί σαμαριού που χρησιμεύει για το φόρτωμα: ‘Πάρτην φορτοτριχιά να κάμεις τη δουλειά σου’. [φορτ(ώνω) ελνστ. + τριχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φορτσέρι, το [fo’rtseri]
φορτσέρι, το [fo’rtseri]: μπαούλο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φλουσκούνι, το [flu’skuni]
φλουσκούνι, το [flu’skuni]: αγριόχορτο με έντονη μυρωδιά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φλούσια, τα [‘fluca]
φλούσια, τα [‘fluca]: φλούδια από όσπρια. [< φλού(δ)σι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φλουδάω [flu’ðao]
φλουδάω [flu’ðao]: κάψιμο από καυτό φαγητό: ‘Φλούδισα η κακομοίρα!’ [ < φλούδ(α) –άω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;