Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας

  • μπιρμπιλή, η [birbi’li]

    μπιρμπιλή, η [birbi’li]: η κότα που έχει διάφορα χρώματα στα πούπουλα. [μπιρ-: ίσως τουρκ. bülbül dişi (bülbül ‘αηδόνι΄ dişi `θηλυκό ταίρι΄) με ανομ. των υγρών συμφ. [l-l > r-l] θηλ. -ή].

  • τσιμπουρή, η [tsimbu’ri]

    τσιμπουρή, η [tsimbu’ri]: η προβατίνα που έχει μικρές ρώγες. [τσιμπούρ(ι) -ή].

  • κάτσαινα, η [‘katsena]

    κάτσαινα, η [‘katsena]: προβατίνα με καφέ πρόσωπο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • βάκρα, η [‘vakra]

    βάκρα, η [‘vakra]: προβατίνα με μαύρο πρόσωπο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i, Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf  

  • μολαΐμικο, το [mola’imiko]

    μολαΐμικο, το [mola’imiko]: το ήρεμο κριάρι.

  • μαρτίνι, το [ma’rtini]

    μαρτίνι, το [ma’rtini]: το κριάρι.

  • πράσι, το [‘prasi]

    πράσι, το [‘prasi]: ο χώρος των γουρουνιών.

  • ψωμώνω [pso’mono]

    ψωμώνω [pso’mono]: α. (για τον καρπό σιτηρών, οσπρίων κτλ.) ωριμάζω καλά, έτσι που να αποκτήσω καρπό με πολλή σάρκα· μεστώνω: ‘Ψώμωσαν τα σιτηρά’. || (σπάν.) συντελώ στην ωρίμανση. β. (για άνθρ.) αποκτώ αρκετή και σφιχτή σάρκα, έτσι που να φαίνεται ότι έχω σωματική δύναμη· γίνομαι εύρωστος: ‘Ψωμωμένο παλικάρι’ (γεροδεμένο). [ψωμ(ί) -ώνω].

  • ψωμόλυσσα, η [pso’mοlisa]

    ψωμόλυσσα, η [pso’mοlisa]: α. υπερβολικά έντονο αίσθημα πείνας: ‘Έχω μια ψωμόλυσσα που τρώω κι εσένα!’ β. ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαθλιωμένου από τη μεγάλη φτώχεια· πειναλέος, πεινάλας. [ψωμ(ί) -ο- + λύσσα].

  • ψυχοπαίδι, το [psixo’peði]

    ψυχοπαίδι, το [psixo’peði]: το παιδί που υιοθετεί κάποιος ή απλώς το παίρνει για να του προσφέρει γονική προστασία: ‘Tο λυπήθηκαν το ορφανό και το πήραν για ψυχοπαίδι, να ΄χουν κι αυτοί συντροφιά στα γηρατειά τους’. [ψυχ(ή) -ο- + παιδ(ί) -ι].

  • ψιχαστήρα, η [psixa’stira]

    ψιχαστήρα, η [psixa’stira]: μεταλλική χειροκίνητη συσκευή για τον ψεκασμό του αμπελιού: ‘Πάρε την ψιχαστήρα για τ’αμπέλι’. [λόγ. ψεκασ- (ψεκάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. sprinkler].

  • ψιχάλα η [psi’xala]

    ψιχάλα η [psi’xala]: σταγόνα βροχής: ‘Ψιλές / χοντρές ψιχάλες’. [μσν. *ψιχάλα (πρβ. μσν. ψιχαλίζει) συμφυρ. ψεκάδα < αρχ. ψεκάς, αιτ. -άδα + ψίχαλο ‘ψίχουλο΄ < αρχ. ψιχ- (δες ψίχα) -αλο].

  • ψιλολιές, οι [psilo’ʎes]

    ψιλολιές, οι [psilo’ʎes]:  οι ψιλές ελιές. [< ψιλ(η) -ο- (ε)λ(ιά) -ιες].

  • χωρατό, το [xora’to]

    χωρατό, το [xora’to]: αστείο, άκακο πείραγμα: ‘Χοντροκομμένο χωρατό μου έκανες’. [χωρατ(εύω) -ό (αναδρ. σχημ.)]..

  • χτικιό το [xti’co]

    χτικιό το [xti’co]: φυματίωση.  [μσν. κτικιό με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτικ(ιάζω) (δες στο χτικιάζω) -ιό (αναδρ. σχημ.)].

  • χτένι, το [‘xteni]

    χτένι, το [‘xteni]: α. χτένα. β. εξάρτημα του αργαλειού που, καθώς περνάει μέσα από το στημόνι, χωρίζει τις κλωστές και συμπιέζει το υφάδι. γ. το κάτω άκρο του ποδιού εκεί που δένει το κορδόνι. [μσν. χτένι < κτένιν με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. κτένιον υποκορ. του αρχ. κτείς ὁ].

  • χρυσή, η [xri’si]

    χρυσή, η [xri’si]: ίκτερος: ‘Bγάζω τη χρυσή’ (παθαίνω ίκτερο), και ως Φράση: φοβάμαι, θυμώνω πολύ. [ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. χρυσός (ενν. αρρώστια)].

  • χρουμπούλι, το [xru’buli]

    Χρουμπούλι, το [xru’buli]: Ο σβόλος του τραχανά < γρόμπος «εξόγκωμα στο δέρμα» < ιταλ groppo «κόμπος» < προβηγκ cropa < αρχ. γερμ. kruppa «σφαιρική μάζα».

  • χοχλάζω [xo’xlazo]

    χοχλάζω [xo’xlazo]: 1. για υγρά που αναταράζονται έντονα κατά το βρασμό, δημιουργώντας μεγάλες φυσαλίδες. [λόγ. < ελνστ. κοχλάζω (αρχ. καχλάζω)· μσν. χοχλάζω < ελνστ. κοχλάζω με υποχωρ. αφομ. [k-x > x-x].

  • χούσβελη, η [‘xusveli]

    χούσβελη, η [‘xusveli]: η στάχτη του τζακιού. [< χόβολη]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;