Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας
-
κοπρολιά, η [kopro’ʎa]
κοπρολιά, η [kopro’ʎa]: είδος ελιάς. [κοπρ(ιά) -ο- ελιά].
-
αϊτονύχης, ο [aito’nixis]
αϊτονύχης, ο [aito’nixis]: είδος αμπελιού. [αετ(ός) -ο- νύχ(ι) -ης].
-
γρανί, το [γra’ni]
γρανί, το [γra’ni]: μικρός λάκκος ανάμεσα στα χωράφια.
-
κουτσούμπα, η [ku’tsumba]
κουτσούμπα, η [ku’tsumba]: ξερά μέρη που αφαιρούνται από τα δέντρα ή τα φυτά.
-
πνογά, η [pno’γa]
πνογά, η [pno’γa]: η κούραση. [πνοή].
-
παραβολιά, η [paravo’ʎa]
παραβολιά, η [paravo’ʎa]: μέρος όπου δεν το πιάνει το αλέτρι.
-
γάρτσα, η [‘γartsa]
γάρτσα, η [‘γartsa]: βρωμιά.
-
γουλισιά, η [γuli’sça]
γουλισιά, η [γuli’sça]: λάσπη από υπερχείλιση ποταμού.
-
λίπαρα, τα [‘lipara]
λίπαρα, τα [‘lipara]: η ρήξη υμένων στα ζώα που γεννούν.
-
βαρικά, τα [vari’ka]
βαρικά, τα [vari’ka]: τόπος με νερό.
-
σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]
σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]: το φόβητρο, το σκιάχτρο. [σκιάζ(ω) ‘τρομάζω’ -άρια].
-
βογκίλια, τα [vo’giʎa]
βογκίλια, τα [vo’giʎa]: λαχανικά.
-
μπουλθάμες, οι [bu’lθames]
μπουλθάμες, οι [bu’lθames]: σπόρια κολοκυθιάς.
-
κουλουντριάζει [kulu’ndriazi]
κουλουντριάζει [kulu’ndriazi]: σβολιάζει ο χυλός.
-
μπούρτζανε [‘burdtzane]
μπούρτζανε [‘burdtzane]: έκοψε το γάλα.
-
σιχλιάζει [si’xʎazi]
σιχλιάζει [si’xʎazi]: μουχλιάζει το τυρί.
-
κοκκολογιέται [kokolo’ʝete]
κοκκολογιέται [kokolo’ʝete]: κακαρίζει η κότα.
-
λεβίθι, το [le’viθi]
λεβίθι, το [le’viθi]: παράσιτο των εντέρων στα ζώα. [λεβίθα < αρχ. ἕλμινς, ἕλμις, αιτ. ἕλμιθα > ελνστ. υποκορ. *ἑλμίθιον (πρβ. αρχ. ἑλμίνθιον ‘σκουληκάκι΄) > μσν. μεγεθ. *ελμίθα > *λεμίθα (μετάθ. του υγρού συμφ.) > μσν. λεβίθα (με τροπή του χειλ. [m] σε χειλοδοντικό [v] από επίδρ. του οδοντικού [θ] )].
-
μαρκάλημα, το [ma’rkalima]
μαρκάλημα, το [ma’rkalima]: το ζευγάρωμα των ζώων. [μαρκαλ(άω) -ημα]. Όπως και: https://ilialang.gr/μάρκαλος-ο/
-
ματσαράγκας, ο [matsa’rangas]
ματσαράγκας, ο [matsa’rangas]: ο απατεώνας: ‘Ήρθε κι εκείνος ο ματσαράγκας και τον γιουχάραν ούλοι’.
Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;