Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας
-
καπερόνι, το [kape’roni]
καπερόνι, το [kape’roni]: η χαίτη στις γίδες. [< γαλλ. chaperon -ι].
-
στάλπη, η [‘stalpi]
στάλπη, η [‘stalpi]: το τυρί που δεν το έχουν σουρώσει.
-
κορφή, η [ko’rfi]
κορφή, η [ko’rfi]: το βούτυρο. [μσν. κορφή < αρχ. κορυφή με συγκ. του άτ. [i] ανάμεσα σε δύο σύμφ.].
-
διόνιστρο, το [‘ðʝonistro]
διόνιστρο, το [‘ðʝonistro]: το τελάρο για να στραγγίζεται το τυρί.
-
κόφτης, ο [‘koftis]
κόφτης, ο [‘koftis]: το ξύλινο μαχαίρι. [κοπ- (κόβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].
-
γαλομέτρα, η [γalo’metra]
γαλομέτρα, η [γalo’metra]: κανάτα μέτρησης γάλακτος. [< γάλ(α) -ο- μέτρ(ο) -α].
-
τσαχαγιάς [tsaxa’jas]
τσαχαγιάς [tsaxa’jas]: ο τυροκόμος.
-
σκουλαρικάτη, η [skulari’kati]
σκουλαρικάτη, η [skulari’kati]: προβατίνα με σκουλαρήκια στα αυτιά. [σκουλαρίκ(ι) -άτη].
-
πλατουνούρα, η [platu’nura]
πλατουνούρα, η [platu’nura]: η προβατίνα που έχει πλατιά ουρά. [< πλατ(ύς) + ουρ(α)].
-
τσιούλα, η [‘tsiula]
τσιούλα, η [‘tsiula]: προβατίνα με μικρά αυτιά. Και: https://ilialang.gr/τσούλα-η-tsula/
-
διπλάρα, η [ði’plara]
διπλάρα, η [ði’plara]: προβατίνα που έχει δυο αρνιά. [< διπλ(ός) -αρα].
-
αρβύλια, τα [a’rviʎa]
αρβύλια, τα [a’rviʎa]: τα παπούτσια του τσοπάνι. [< αρχ. ἀρβύλ(η) -ια].
-
τσέλιγκας, ο [‘tseliŋgas]
τσέλιγκας, ο [‘tseliŋgas]: αυτός που έχει μεγάλα κοπάδια ζώων: ‘Αυτός είναι τσέλιγκας. Κατέχει ούλο το χωριό!’ [< σλαβ. çelnik ‘αρχηγός’ -ας].
-
προβατάς, ο [prova’tas]
προβατάς, ο [prova’tas]: ο βοσκός. [πρόβατ(ο) -ας].
-
κάπα, η [‘kapa]
κάπα, η [‘kapa]: αδιάβροχο, χοντρό πανωφόρι από μαλλία ζώου (συνήθως κατσίκας ή προβάτου) το οποίο φορούσε ο βοσκός. [< ιταλ. cappa].
-
αράπης, ο [a’rapis]
αράπης, ο [a’rapis]: το μαύρο σκυλί. [τουρκ. Arap -ης < αραβ. ῾Arab].
-
τριλείρης, ο [tri’liris]
τριλείρης, ο [tri’liris]: πετεινός με τρία λειριά. [< τρι(α) + λειρ(ί) -ης].
-
καλτσουνάτη, η [kaltsu’nati]
καλτσουνάτη, η [kaltsu’nati]: η κότα που έχει πούπουλα στα πόδια. [< ιταλ. calz(a) -ουνάτη].
-
πετρωτή, η [petro’ti]
πετρωτή, η [petro’ti]: κότα με άσπρα και μαύρα πούπουλα. [< πέτρ(α) -ωτή].
-
λαθουράτη, η [laθu’rati]
λαθουράτη, η [laθu’rati]: κότα που έχει σκούρο κεφάλι και άσπρα πούπουλα.
Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;