Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας
-
λογκαράκο, το [loga’rako]
λογκαράκο, το [lοga’rako]: χωράφι που προήλθε από λόγκο. [λόγκ(ος) -αράκο].
-
κοντακιανό, το [kodaca’no]
κοντακιανό, το [kodaca’no]: χωράφι που βρίσκεται κοντά στο χωριό: ‘Τα χωράφια μας είναι κοντακιανά’ (Βρίσκονται δίπλα στο χωριό).
-
τουρλοκώλι, το [turlo’koli]
τουρλοκώλι, το [turlo’koli]: το στρογγυλό χωράφι. [μσν. τρουλλωτός ‘που έχει τρούλο΄ με μετάθ. του [r] < τρουλλώ(νω) -τός < τουρλ(ωτός) + κώλ(ος) -ι].
-
γωνιακό, το [γonia’ko]
γωνιακό, το [γonia’ko]: χωράφι που βρίσκεται σε γωνία. [γωνιακ(ός) -ό].
-
στρογγυλό, το [strongi’lo]
στρογγυλό, το [strongi’lo]: το κυκλικό χωράφι. [στρογγυλ(ός) -ό].
-
φτερογής, το [ftero’γis]
φτερογής, το [ftero’γis]: χωράφι με χώμα που τρίβεται.
-
μαυροπουλιά, η [mavropu’ʎa]
μαυροπουλιά, η [mavropu’ʎa]: χωράφι με μαύρο χρώμα. [μαύρ(ος) -ο- πουλιά (άγνωστη ετυμολογία].
-
κοκκινοπουλιά, η [kokinopu’ʎa]
κοκκινοπουλιά, η [kokinopu’ʎa]: χωράφι με κόκκινο χώμα. [κόκκιν(ος) -ο- πουλιά (άγνωστη ετυμολογία)]. Και: https://ilialang.gr/κοκκινοχώραφο-το-kokinohorafo/
-
κοκκινοχώραφο, το [kokino’xorafo]
κοκκινοχώραφο, το [kokino’xorafo]: το χωράφι με κοκκινωπό χώμα. [< κοκκιν(ος) -ο- χωραφ(ι) -ο]. Και: https://ilialang.gr/κοκκινοπουλιά-η-kokinopuʎa/
-
σταροχώραφο, το [staro’xorafo]
σταροχώραφο, το [staro’xorafo]: χωράφι που παράγει χοντρό σιτάρι. [< σ(ι)τάρ(ι) -ο- χωραφ(ι) -ο].
-
πεζούλι, το [pe’zuli]
πεζούλι, το [pe’zuli]: αναβαθμίδα καλλιεργημένων αγρών. [πεζ(ός) -ούλι].
-
ροβολικό, το [rovoli’ko]
ροβολικό, το [rovoli’ko]: το πλαγερό μέρος. [< ίσως, λατ. revolare ‘επιστρέφω γρήγορα’ ροβολ(άω) -ικό].
-
μαυρόκαμπος, ο [ma’vrokambos]
μαυρόκαμπος, ο [ma’vrokambos]: ο μεγάλος κάμπος. [< μαύρ(ο) -ο- κάμπος].
-
θολομπούρα, η [θolo’bura]
θολομπούρα, η [θolo’bura]: το θολό νερό. [θολ(ός) -ομπούρα].
-
αητορίχης, ο [aito’riçis]
αητορίχης, ο [aito’riçis]: ψάρι ποταμιού. [ίσως, αητ(ός) -ο- ρηχ(ά) -ης].
-
αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]
αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]: μέρος με νερό όπου πηγαίνουν τα άλογα. [άλογ(ο) -ο- βορ(ά) -ός].
-
στανοτόπια, τα [stano’topʝa]
στανοτόπια, τα [stano’topʝa]: χωράφι που νοικιάζεται προκειμένου να βοσκίσουν τα ζώα. [< στάν(η) -ο- τόπ(ος) -ια].
-
σκάρος, ο [‘skaros]
σκάρος, ο [‘skaros]: ο χρόνος βοσκής. [< ελνσ. σκάρος, το ‘πηδηματάκι’].
-
κεφαλόμαλλα, τα [kefa’lomala]
κεφαλόμαλλα, τα [kefa’lomala]: τα μαλλιά από τα κεφάλια ζώων. [< κεφαλ(ι) -ο- μαλλ(ι) -α].
-
κωλοκούρεμα, το [kolo’kurema]
κωλοκούρεμα, το [kolo’kurema]: το κούρεμα των προβάτων στο πίσω μέρος του σώματός τους. [< κωλ(ος) -ο- κούρεμα].
Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;