Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας
-
ντεφεκές, ο [defe’kes]
ντεφεκές, ο [defe’kes]: η άσπρη πέτρα: ‘Πήρε έναν ντεφεκέ και έσουρε να με τρομάξει’. (σήκωσε μια πέτρα και ήρθε προς το μέρος μου για να με τρομάξει). Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρεντές, ο [re’des]
ρεντές, ο [re’des]: α. είδος τρίφτη. β. πλάνη. [τουρκ. rende ‘τρίφτης’].
-
σα πέρα [sa ‘pera]
σα πέρα [sa ‘pera]: εκεί πέρα. [< ίσα πέρα].
-
σιαδώ [ʃca’ðo]
σιαδώ [ʃca’ðo]: ίσια εδώ. [(ί)σια εδώ]. Και: https://ilialang.gr/σαδώ/
-
σακεί [sa’ki]
σακεί [sa’ki]: προς τα εκεί, κατακεί. [(ί)σα (ε)κεί].
-
σακιασμένος, η, ο [saca’smenos]
σακιασμένος, η, ο [saca’smenos]: το προϊόν που τοποθετείται σε σάκο: ‘Τό ‘χει ‘κει σακιασμένο με τ’άλλα σιτηρά’. [σάκ(ος) -ιασμένος].
-
τουρλοκωλιάζω [turloko’ʎazo]
τουρλοκωλιάζω [turloko’ʎazo]: σηκώνω τα οπίσθια: ‘Τουρλοκολιάστηκε από το ζώο’ (έπεσε εξαιτίας ενός ζώου). [< τούρλ(α) –ο- κώλ(ος) –ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσακουμάκης, ο [tsaku’makis]
τσακουμάκης, ο [tsaku’makis]: ο γρήγορος [τουρκ. çakmak < τσακμάκ(ι) -άκης].
-
φευγάλα, η [fe’vγala]
φευγάλα, η [fe’vγala]: η φυγή: ‘Τον έπιασε μια φευγάλα’. [φεύγ(ω) -άλα]. Και: https://ilialang.gr/φευγούλα-η/
-
αυλακιά, η [avla’ca]
αυλακιά, η [avla’ca]: το μέρος του αγρού που έχει αυλακιές από το ζευγάρι των βοδιών: ‘Μην περνάς την αυλακιά. Το χώμα δε θα κρατήσει’ (Όταν κάποιος πατάει πάνω στο ανάχωμα που έχει δημιουργεί μετά το όργωμα, με κίνδυνο να πέσει το χώμα και πάλι μέσα στο οργωμένο χωράφι). [< αυλάκ(ι) -ιά].
-
παραβόλα, η [para’vola]
παραβόλα, η [para’vola]: το κάτω μέρος του αγρού. [αρχ. παραβολ(ή) -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
παραστημός, ο [parasti’mos]
παραστημός, ο [parasti’mos]: το μπροστινό μέρος του αγρού.
-
κεφαλή, η [kefa’li]
κεφαλή, η [kefa’li]: το επάνω μέρος του αγρού. [αρχ. κεφαλή].
-
λιάσιμο, το [‘ʎasimo]
λιάσιμο, το [‘ʎasimo]: το όργωμα του χωραφιού με σκοπό να λιαστεί το χώμα και να ξεραθούν τα ζιζάνια. [λιάσ- (λιάζω) -ιμο].
-
καψαλιάζω [kapsa’ʎazo]
καψαλιάζω [kapsa’ʎazo]: καίω τα χορτάρια. [καψάλ(α) -ιάζω]. Και: https://ilialang.gr/καψαλάου-περικαίω-επιφανειακά-καψαλ/
-
γλινόχωμα, το [γli’noxoma]
γλινόχωμα, το [γli’noxoma]: ο τόπος που κρατά νερό. [γλίν(α) -ο- χώμα].
-
καματεμένο, το [kamate’meno]
καματεμένο, το [kamate’meno]: το χωράφι που έχει οργωθεί. [κάματ(ος) -εμένο].
-
χέρσο, το [‘çerso]
χέρσο, το [‘çerso]: ακαλλιέργητο χωράφι. [αρχ. χέρσ(ος) -ο].
-
ξαγκόνι, το [ksa’goni]
ξαγκόνι, το [ksa’goni]: χωράφι μέσα σε ρεματιά.
-
νησί, το [ni’si]
νησί, το [ni’si]: χωράφι με άσπρο χώμα.
Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;