Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας
-
πεσάδα, η [pe’saðα]
πεσάδα, η [pe’saða]: η πτώση του καρπού από το δέντρο. [πέφτω < (έ)πεσα -άδα].
-
θεμωνίστρα, η [θemo’nistra]
θεμωνίστρα, η [θemo’nistra]: τόπος όπου μαζεύουν τα στάχυα.
-
βαρυγγωμώ [variŋgo’mo]
βαρυγγωμώ [variŋgo’mo]: βαρυγωμώ, δυσανασχετώ: ‘Μη βαρυγωμάς! Δεν είναι δα και κάτι το σπουδαίο!’. [<βαρυγνωμώ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (νεότ. γρ. γκο-) [< βαρύ+γνωμώ]. Και: https://ilialang.gr/βαρυγωμού-βαρυγγωμώ-βαρυγωμώ-μτχ-πα/
-
κριθαρίστρα, η [kriθa’ristra]
κριθαρίστρα, η [kriθa’ristra]: άχυρο από κριθάρι. [κριθάρ(ι) -ιστρα].
-
σαλμίστρα, η [sal’mistra]
σαλμίστρα, η [sal’mistra]: άχυρο από βρώμη.
-
κοκκινέα, η [koki’nea]
κοκκινέα, η [koki’nea]: κόκκινος βλαστός. [κόκκιν(ο) -έα].
-
αγριοπιδέα, η [aγriopi’ðea]
αγριοπιδέα, η [aγriopi’ðea]: η άγρια αχλαδιά. [μσν. αγριαπιδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγρι(ο)- + απιδία > (α)πιδ(ιά) -έα].
-
αφροκυδωνεά, η [afrokiðone’a]
αφροκυδωνεά, η [afrokiðone’a]: το αφροκύδωνο. [αφρ(ός) -ο- κυδών(ι) -εά].
-
χαραδιά, η [xara’ðʝa]
χαραδιά, η [xara’ðʝa]: η μεταφορά άχυρου με πλέγματα.
-
αξαγιά, η [aksa’ʝa]
αξαγιά, η [aksa’ʝa]: η πληρωμή του εργοστασιάρχη.
-
αγκελωθιά, η [angelo’θca]
αγκελωθιά, η [angelo’θca]: τόπος με πολλά αγκάθια.
-
αγανούλι, το [aγa’nuli]
αγανούλι, το [aγa’nuli]: το μικρό σκληρό μέρος του βλαστού, [αγαν(ός) -ούλι].
-
στρογγυλούλι, το [stroɟi’luli]
στρογγυλούλι, το [stroɟi’luli]: το μικρό κυκλικό χωράφι. [στρογγυλ(ό) -ούλι].
-
τσαμπούρι, το [tsa’mburi]
τσαμπούρι, το [tsa’mburi]: το μικρό τσαμπί του σταφυλιού. [τσαμπ(ί) -ούρι < μσν. τσαμπί < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα΄ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] ]].
-
χαμούρι, το [xa’muri]
χαμούρι, το [xa’muri]: ο πολτός των ελαίων.
-
μελιγγίτης, ο [meli’ŋgitis]
μελιγγίτης, ο [meli’ŋgitis]: μηνιγγίτιδα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπαχουμάς, ο [baxu’mas]
μπαχουμάς, ο [baxu’mas]: παχουλός άνδρας. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπαχαλιαίνω [baxa’ʎeno]
μπαχαλιαίνω [baxa’ʎeno]: απογίνομαι: ‘Έχει μπαχαλέψει τελείως ο γέροντας’ (είναι ανίκανος πια για δουλειές). [μπαχαλ(ός) -ιαίνω].
-
μπαχτσές, ο [bax’tses]
μπαχτσές, ο [bax’tses]: ο κήπος. [-χτσ-: τουρκ. bahçe -ς (από τα περσ.)· -ξ-: αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπροστομούνι, το [brosto’muɲi]
μπροστομούνι, το [brosto’muɲi]: η ποδιά που φοράει η νοικοκυρά. [μπροστ(ά) -ο- μουνί]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπροστομούνα-η-brostomuna/ Επίσης: https://ilialang.gr/μπροστέλα-η/
Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;