Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας
-
ρουκουτάου [ruku’tau]
ρουκουτάου [ruku’tau]: ορμάω με φόρα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρουκούτημα, το [ru’kutima]
ρουκούτημα, το [ru’kutima]: το ρίσκο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρουμάνι, το [ru’mani]
ρουμάνι, το [ru’mani]: ο λόγγος. [τουρκ. orman -ι με μετάθ. του [r] και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρούμπαλο, το [‘rubalo]
ρούμπαλο, το [‘rubalo]: πετσέτα προσώπου για τον ιδρώτα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρουχουνάου [ruxu’nau]
ρουχουνάου [ruxu’nau]: ροχαλίζω. [ρουχουν(ίζω) -άου]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρούτζα, η [‘rudza]
ρούτζα, η [‘rudza]: θυμωμένη φάτσα, μουτρωμένος. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρούπωμα, το [‘rupoma]
ρούπωμα, το [‘rupoma]: η πράξη του τρώω πολύ. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σαρωματιά, η [saroma’tça]
σαρωματιά, η [saroma’tça]: η σκούπα. [σαρώ(νω) -ματιά].
-
ισιάζω [i’sçazo]
ισιάζω [i’sçazo]: α. ευθυγραμμίζω ή ισιώνω. β. κατευθύνομαι κάπου. γ. τακτοποιώ, διευθετώ, φτιάχνω κάτι, σουλουπώνω. δ. βελτιώνω, καλυτερεύω. στ. απειλώ. [μσν. ισιάζω < ίσι(ος) -άζω]. Και: https://ilialang.gr/σάζω-sazo/ Και: https://ilialang.gr/σιάζω-ή-ισιάζω-isxazo/
-
σιρμαγιά η [sirma’ja]
σιρμαγιά η [sirma’ja]: α. χρηματικό ή άλλο απόθεμα εμπόρου. β. μαγιά [τουρκ. sermay(e) (από τα περσ.) -ά ίσως κατά το μαγιά· τροπή [se > si]]. Και: https://ilialang.gr/σιάζσερμαγιά-η-sermaja/
-
σερσέγκι [se’rseŋgi]
σερσέγκι [se’rseŋgi]: μεγάλη μέλισσα με δηλητηριώδες κεντρί [< ίσως, ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/σέρσεγκας-ιγκι/
-
ρουφούλας, ο [ru’fulas]
ρουφούλας, ο [ru’fulas]: η ρουφήχτρα. [<ρουφ(άω) -ούλας]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σαβουλιάζου [savu’ʎazu]
σαβουλιάζου [savu’ʎazu]: συγκεντρώνω χρήματα και τα αποταμιεύω. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σάζω [‘sazo]
σάζω [‘sazo]: φτιάχνω. Και: https://ilialang.gr/σάχνω/ Και: https://ilialang.gr/σιάζω-ή-ισιάζω-isxazo/ Και: https://ilialang.gr/ισιάζω-iscazo/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σάκαινα, η [‘sakena]
σάκαινα, η [‘sakena]: το μεγάλο σακί. [σακ(ί) -αινα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σαμάκι, το [sa’maki]
σαμάκι, το [sa’maki]: το καλάμι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σαπιοκούνουπο, το [sapʝo’kunupo]
σαπιοκούνουπο, το [sapʝo’kunupo]: η σκνίπα. [σάπι(ος) -ο- κουνούπ(ι) -ο]. Και: https://ilialang.gr/σκνίπα-η/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σάψαλο, το [‘sapsalo]
σάψαλο, το [‘sapsalo]: α. (μτφ.) για άνθρωπο ανήμπορο, ερείπιο. β. το σάπιο. [τουρκ. şapşal ‘κακοντυμένος΄ -ο]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σγαρλάω [ zγa’rlao]
σγαρλάω [ zγa’rlao]: ανακατεύω: ‘Τι σγαρλάς κει δα;’. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σγούφτω [‘zγufto]
σγούφτω [‘zγufto]: σκύβω.
Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;