Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας

  • πονιάζουμαι [po’ɲazume]

    πονιάζουμαι [po’ɲazume]: υποψιάζομαι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf    

  • πουντιάζω [pu’dʝazo]

    πουντιάζω [pu’dʝazo]: κρυώνω. [παλ. ιταλ. punt(a) -ιάζω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πουρλακάω [purla’kao]

    πουρλακάω [purla’kao]: χτυπά η καρδιά μου από λαχτάρα: ‘Η καρδούλα μου πουρλακάει για σένα, περιστέρα μου!’. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πουτσαρίνα, η [putsa’rina]

    πουτσαρίνα, η [putsa’rina]: η δυναμική και γενναία γυναίκα. [πούτσ(ος) -αρίνα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πουτσούλα, η [pu’tsula]

    πουτσούλα, η [pu’tsula]: ο λεβέντης: ‘Τι φτιάνς, πουτσούλα μου;’. [πούτσ(ος) -ούλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf, https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • προγκί, το [pro’ŋgi]

    προγκί, το [pro’ŋgi]: κομμάτι σύρματος. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • προσφαίζω [pso’sfezo]

    προσφαίζω [pso’sfezo]: κολατσίζω. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πυτιά, η [pi’tça]

    πυτιά, η [pi’tça]: μαγιά, φυσική ή τεχνητή, που βάζουν στο γάλα για να πήξει, να γίνει τυρί ή γιαούρτι. [αρχ. πυτία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ράντα, η [‘randa]

    ράντα, η [‘randa]: τιράντα: ‘Βάλε τις ράντες στο παντελόνι σου’. [< τιράντα, όπου η αρχική συλλαβή θεωρήθηκε οριστικό άρθρο (τη)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ραπίζω [ra’pizo]

    ραπίζω [ra’pizo]: σαπίζω [λόγ. < αρχ. ῥαπίζω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρεγκλί, το [re’ŋgli]

    ρεγκλί, το [re’ŋgli]: το σταφύλι που δεν είναι καλής ποιότητας. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρεγάλο, το [re’γalo]

    ρεγάλο, το [re’γalo]: το δώρο. [ιταλ. regalo]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρέκαλο, το [‘rekalo]

    ρέκαλο, το [‘rekalo]: το αδύνατο και γερασμένο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρέλα, η [‘rela]

    ρέλα, η [‘rela]: το πλαίσιο πάνω στο οποίο στηρίζονται τα κεραμίδια της στέγης. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λαγκεύει [la’gevi]

    λαγκεύει [la’gevi]: στην Φράση: ‘Λαγκεύει το μάτι μου’ (παίζει το μάτι μου).

  • ρέντος, ο [‘redos]

    ρέντος, ο [‘redos]: το ράντισμα. Και: https://ilialang.gr/ρέντι/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πρόσφωλο το [‘prοsfolo]

    πρόσφωλο το [‘prοsfolo]: φώλι, το αυγό δηλαδή που βρίσκεται στη φωλιά με σκοπό να προσελκύσει τις κότες. [προσ- φωλ(ιά) -ο]. Και: https://ilialang.gr/προσφώλι-το-prosfoli/

  • ρογιάζω [ro’ʝazo]

    ρογιάζω [ro’ʝazo]: πονάω στο στομάχι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ροϊδίτης, ο [roi’ðitis]

    ροϊδίτης, ο [roi’ðitis]: είδος σταφυλιού εκλεκτής ποιότητας. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρούγκλα, η [‘rugla]

    ρούγκλα, η [‘rugla]: το μεθύσι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;