Κατηγορία: Χ
-
χλαπουτσάω [xlapu’tsao]
χλαπουτσάω [xlapu’tsao]: τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού και κάνοντας θόρυβο. [ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω/ Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω-xlapakazo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χλιαίνω [‘xʎeno]
χλιαίνω [‘xʎeno]: κάνω κτ. χλιαρό, ανεβάζοντας ή κατεβάζοντας τη θερμοκρασία του: ‘Άφησε το γάλα να χλιάνει’. [αρχ. χλιαίνω].
-
χιονίστρα, η [ço’nistra]
χιονίστρα, η [ço’nistra]: τοπικός ερεθισμός και πρήξιμο που παρουσιάζεται στα δάχτυλα, στη μύτη και στα αυτιά και που προκαλείται από ψύξη. [χιόν(ι) -ίστρα].
-
χεριά, η [çe’rʝa]
χεριά, η [çe’rʝa]: όσο πιάνει το χέρι, κυρίως για φυτά με μακριά κοτσάνια: ‘Mάζευε χεριές χεριές τα αγριολούλουδα’. [μσν. χερέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χέρ(ι) -έα > -ιά].
-
χερικό, το [çeri’ko]
χερικό, το [çeri’ko]: στις εκφράσεις: ‘Mου έκανε χερικό πρωί πρωί στο μαγαζί’ (μου έκανε σεφτέ).’ Έχει καλό / κακό χερικό’ (φέρνει γούρι / γρουσουζιά στη δουλειά που πρωτοαρχίζει). [μσν. χερικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. χερικός < χέρ(ι) -ικός].
-
χερόμυλος, ο [çe’romilos]
χερόμυλος, ο [çe’romilos]: μύλος που τον γυρίζουν με το χέρι. [χερ-: ελνστ. χειρόμυλος κατά το χέρι· χειρ-: λόγ. επίδρ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χερχέρα [çe’rçera]
χερχέρα [çe’rçera]: γρήγορα-γρήγορα.
-
χειμωνικό, το [çimoni’ko]
χειμωνικό, το [çimoni’ko]: καρπούζι. [μσν. χειμωνικόν < χειμών(ας) -ικόν]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χάχαλο, το [‘xaxalo]
χάχαλο, το [‘xaxalo]: α. ξυλαράκι: ‘Θα μαζέψω χάχαλα για την φωτιά’. β. (μτφ.) ο πολύ αδύνατος: ‘Είναι μπίτι χάχαλο τρομάρα του!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαράργια, τα [xa’rarʝa]
xαράργια, τα [xa’rarʝa]: σύστημα με ξύλα και σχοινιά τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι δυνατή η μεταφορά του άχυρου με τη βοήθεια ζώων.
-
χαρδαβέλα, η [xarða’vela]
χαρδαβέλα, η [xarða’vela]: ο κρίκος που μπαίνει στη μύτη του γουρουνιού για να μην σκάβει. Και: https://ilialang.gr/χαρναβέλα-η-xarnavela/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαρλαύτης, ο [xa’rlaftis]
χαρλαύτης, ο [xa’rlaftis]: υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τον πολυφαγά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαρχαλεύω [xarxa’levo]
χαρχαλεύω [xarxa’levo]: ψάχνω κάτι αθόρυβα. [ηχομιμ.].
-
χάση, η [‘xasi]
χάση, η [‘xasi]: η ελάττωση του φωτεινού δίσκου της σελήνης, όταν βρίσκεται στην τελευταία φάση της. [χα- (χάνω) -ση].
-
χαρανί, το [xara’ni]
χαρανί, το [xara’ni]: το καζάνι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαλκωματένιος [xalkoma’teɲos]
χαλκωματένιος, -α, -ο [xalkoma’teɲos]: (κυρ. για μαγειρικά σκεύη) που τον έχουν κατασκευάσει από χαλκό. [χαλκωματ- (χάλκωμα) -ένιος].
-
χαλώ [xa’lo]
χαλώ [xa’lo]: (μτφ.) σκοτώνω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαμόσπιτο, το [xa’mospito]
χαμόσπιτο, το [xa’mospito]: χαμηλό, μικρό και φτωχικό σπίτι. [χαμο- + σπίτ(ι) -ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χάμουρα, τα [‘xamura]
χάμουρα, τα [‘xamura]: η σαγή (το σύνολο των εξαρτημάτων που τοποθετούμε επάνω στο υποζύγιο, όταν πρόκειται να το ιππεύσουμε ή να το φορτώσουμε) του αλόγου και κυρίως τα ηνία. [ρουμ. hamuri, πληθ. του ham που θεωρήθηκε ουδ. εν. και τροπή σε πληθ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαμπερίζω [xambe’rizo]
χαμπερίζω [xambe’rizo]: υπολογίζω, λογαριάζω: ‘Δεν χαμπερίζει μήτε τον πατέρα του!’ [ < χαμπέρ(ι) –ίζω].