Κατηγορία: Χ
-
χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]
χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]: ξύλινο ή μεταλλικό εργαλείο για το χωράφι. [χέρ(ι) -ο- σβάρνα < σλαβ. barna ‘γεωργικό εργαλείο’].
-
χαρναβέλα, η [xarna’vela]
χαρναβέλα, η [xarna’vela]: ο κρίκος που μπαίνει στη μύτη του γουρουνιού για να μην σκάβει. Και: https://ilialang.gr/χαρδαβέλα-ή-χαρνναβέλα-ο-κρίκος-που-μπ/
-
χοντρό, το [xo’dro]
χοντρό, το [xo’dro]: μεγάλο γιδοπρόβατα. [χοντρός]. Και: https://ilialang.gr/χοντρικό-χοντρό/
-
χρέπι, το [‘xrepi]
χρέπι, το [‘xrepi]: α. οτιδήποτε κατεστραμμένο, διαλυμένο. β. (μτφ.) για άνθρωπο ανίκανο και ασθενικό, κυρίως ηλικιωμένο: ‘Πω, πω! Έχει γίνει χρέπι αυτός!’.
-
χαραδιά, η [xara’ðʝa]
χαραδιά, η [xara’ðʝa]: η μεταφορά άχυρου με πλέγματα.
-
χαμούρι, το [xa’muri]
χαμούρι, το [xa’muri]: ο πολτός των ελαίων.
-
χέρσο, το [‘çerso]
χέρσο, το [‘çerso]: ακαλλιέργητο χωράφι. [αρχ. χέρσ(ος) -ο].
-
χωρατό, το [xora’to]
χωρατό, το [xora’to]: αστείο, άκακο πείραγμα: ‘Χοντροκομμένο χωρατό μου έκανες’. [χωρατ(εύω) -ό (αναδρ. σχημ.)]..
-
χρυσή, η [xri’si]
χρυσή, η [xri’si]: ίκτερος: ‘Bγάζω τη χρυσή’ (παθαίνω ίκτερο), και ως Φράση: φοβάμαι, θυμώνω πολύ. [ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. χρυσός (ενν. αρρώστια)].
-
χτένι, το [‘xteni]
χτένι, το [‘xteni]: α. χτένα. β. εξάρτημα του αργαλειού που, καθώς περνάει μέσα από το στημόνι, χωρίζει τις κλωστές και συμπιέζει το υφάδι. γ. το κάτω άκρο του ποδιού εκεί που δένει το κορδόνι. [μσν. χτένι < κτένιν με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. κτένιον υποκορ. του αρχ. κτείς ὁ].
-
χτικιό το [xti’co]
χτικιό το [xti’co]: φυματίωση. [μσν. κτικιό με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτικ(ιάζω) (δες στο χτικιάζω) -ιό (αναδρ. σχημ.)].
-
χρουμπούλι, το [xru’buli]
Χρουμπούλι, το [xru’buli]: Ο σβόλος του τραχανά < γρόμπος «εξόγκωμα στο δέρμα» < ιταλ groppo «κόμπος» < προβηγκ cropa < αρχ. γερμ. kruppa «σφαιρική μάζα».
-
χοχλάζω [xo’xlazo]
χοχλάζω [xo’xlazo]: 1. για υγρά που αναταράζονται έντονα κατά το βρασμό, δημιουργώντας μεγάλες φυσαλίδες. [λόγ. < ελνστ. κοχλάζω (αρχ. καχλάζω)· μσν. χοχλάζω < ελνστ. κοχλάζω με υποχωρ. αφομ. [k-x > x-x].
-
χούσβελη, η [‘xusveli]
χούσβελη, η [‘xusveli]: η στάχτη του τζακιού. [< χόβολη]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χούι, το [‘xui]
χούι, το [‘xui]: συνήθεια, ιδιορρυθμία, συνήθ. ενοχλητική για τους άλλους. Φράση: ‘(δεν) ταιριάζουν τα χούγια τους’. [τουρκ. huy].
-
χλίψη, η [‘xlipsi]
χλίψη, η [‘xlipsi]: η θλίψη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χολιασμένος [xoʎa’smenos]
ζολιασμένος, -η, -ο [xoʎa’smenos]: ο θυμωμένος, στενοχωρημένος. ‘Είναι χολιασμένη τώρα! Μην της μιλάς!’ (έχει νευριάσει). [αρχ. χολ(ῶ) -ιασμένος].
-
χοντρικό, το [xondri’ko]
χοντρικό, το [xondri’ko]: μεγάλο γιδοπρόβατο [< χοντρ(ός) -ικός· λόγ. επίδρ.]. Και: https://ilialang.gr/χοντρό-το-xodro/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χοντρολιές, οι [xodro’ʎes]
Χοντρολιές, οι [xodro’ʎes]: οι βρώσιμες ελιές. [< χοντρ(ός) –ο- ελιά].
-
χλαπακώνω [xlapa’kono]
χλαπακώνω [xlapa’kono]: τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού και κάνοντας θόρυβο. [ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω/ Και: https://ilialang.gr/χλαπουτσάω/