Κατηγορία: Φ
-
φιντάνι, το [fi’dani]
φιντάνι, το [fi’dani]: α. το βλαστάρι. β. νεαρό πονηρό άτομο: ‘Είναι φιντάνι αυτός! Μην τον εμπιστεύεσαι’. [αντδ. < τουρκ. fidan -ι < αρχ. φυτόν].
-
φτουράει [ftu’rai]
φτουράει [ftu’rai]: επαρκεί: ‘Δεν φτουράει το φαί’ [ίσως λατ. obduro ‘επιμένω, αντέχω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επίδρ. του φτάνω].
-
φτερίνα, η [fte’rina]
φτερίνα, η [fte’rina]: η φτέρη. [αρχ. πτέρ(ις) μεταπλ. -η με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].
-
φούσκος, ο [‘fuskos]
φούσκος, ο [‘fuskos]: α. το πέσιμο. β. η σφαλιάρα: ‘Του έδωσα έναν φούσκο και έπεσε κάτω’. [φούσκ(α) -ος].
-
φουσκοβάλλω [fusko’valo]
φουσκοβάλλω [fusko’valo]: συκοφαντώ, βάζω λόγια. [φούσκ(α) -ο- βάλλω]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
φουρνόκλεισμα, το [fu’rnoklizma]
φουρνόκλεισμα, το [fu’rnoklizma]: κλείστρο από λαμαρίνα για ξυλόφουρνο. [φούρν(ος) -ο- κλείσ(κλείνω) -μα]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
φουρλατίζω [furla’tizo]
φουρλατίζω [furla’tizo]: είμαι ανήσυχος [φούρλ(α) -τίζω] < [ιταλ. frulla προστ. του frullo ‘περιστρέφομαι γρήγορα΄ με μετάθ. του [r] ].
-
φούρλα, η [‘furla]
φούρλα, η [‘furla]: α. στρογγυλή λαμαρίνα με μια τρύπα στην μέση που τοποθετείται επάνω στην πυροστιά για να μην μαυρίζει το μαγειρικό σκεύος, από την φωτιά. β. η στροφή προσώπου (ιδ. χορευτή, κατά την εκτέλεση χορευτικών κινήσεων) ή πράγματος γύρω από τον εαυτό του: ‘Kάνω φούρλες’. [ιταλ. frulla προστ. του frullo ‘περιστρέφομαι γρήγορα΄ με μετάθ. του […]
-
φουρκίστηκε [fu’rkistike]
φουρκίστηκε [fu’rkistike]: κρεμάστηκε, απαγχονίστηκε. [ελνστ. φουρκίζω].
-
φουντέρα, η [fu’ndera]
φουντέρα, η [fu’ndera]: η καούρα. [φουντ(ώνω) + (έ)ντερ(ο) -α]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
φορτωτήρα, η [forto’tira]
φορτωτήρα, η [forto’tira]: μακρύ ξύλο σαν λοστάρι που υποβοηθά το πλευρό του σαμαριού κατά την φόρτωση. [φωρτ(ώνω) -τήρα, φορτωτήρας < μτφρδ. γαλλ. chargeuse].
-
φορτσάτος [fo’rtsatos]
φορτσάτος, -η, -ο: γρήγορος, ο βιαστικός: ‘Ήρθε με έναν αέρα φορτσάτο’. [ιταλ. forzato -ς].
-
φόλα, η [‘fola]
φόλα, η [‘fola]: α. το μπάλωμα. β. δηλητήριο. [ίσως μσν. φόλα, φόλλις ‘τροφή, μικρό νόμισμα’ < λατ. follis ‘μικρό δερμάτινο σακί’].
-
φλιόρα, η [‘fʎora]
φλιόρα, η [‘fʎora]: η κατάλευκη γίδα.
-
φλέντζα, η [‘flendza]
φλέντζα, η [‘flendza]: το ξυλαράκι που περισσεύει από το πελέκημα ξύλου.
-
φκιασίδι, το [fca’siði]
φκιασίδι, το [fca’siði]: η περιποίηση του σώματος. [< φτιασίδι με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ftasí- > fasí-] και ανομ. τρόπου άρθρ. [f > fk] ].
-
φελί, το [fe’li]
φελί, το [fe’li]: μεγάλο κομμάτι από τεμαχισμένο είδος, (φελί πίττας). [μσν. *οφελλίον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.) < μσν. οφέλλ(ιον) -ίον < υποκορ. του λατ. of(f)ella· τροπή [e > i] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φαρί, το [fa’ri]
φαρί, το [fa’ri]: το βαρβάτο άλογο. [μσν. φαρίν (από τα αραβ.)].