Κατηγορία: Φ

  • φιδοπουκάμισο, το [fiðopu’kamiso]

    φιδοπουκάμισο, το [fiðopu’kamiso]: το δέρμα που αποβάλλουν κάθε χρόνο τα φίδια και που έχει το σχήμα του σώματός τους. [φίδ(ι) -ο- + πουκάμισο].

  • φιλεύω [fi’levo]

    φιλεύω [fi’levo]: α. προσφέρω σε κπ. κτ. ως κέρασμα. β. προσφέρω σε κπ. με φιλική διάθεση φαγώσιμα ή ποτά, κάνω το τραπέζι σε κπ. [μσν. *φιλεύω (πρβ. μσν. φιλεύγω) < φίλ(ος) -εύω].

  • φκιάνω [‘fcano]

    φκιάνω [‘fcano]: α. φτιάχνω. β. χαιρετισμός: ‘Τι φκιάνς; (τι κάνεις;)[< φτιάνω με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ftáno > fáno] και ανομ. τρόπου άρθρ. [f > fk] ].

  • φκυάρι, το [‘fcari]

    φκυάρι, το [‘fcari]: το φτυάρι. [< φτυάρι με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ftári > fári] και ανομ. τρόπου άρθρ. [f > fk] ].

  • φέρτσα, η [‘fertsa]

    φέρτσα, η [‘fertsa]: α. λωρίδα από λίπος γουρουνιού. β. (μτφ.) το δέρμα: ‘Το νερό ήταν τόσο καυτό που μού’βγαλε τη φέρτσα!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φέρτσελο, το [‘fertselo]

    φέρτσελο, το [‘fertselo]: χαρακτηρισμός για κτ άχρηστο: ‘Πέτα τα πια! Είναι φέρτσελα ούλα αυτά!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φευγοδικάω [fevγoði’kao]

    φευγοδικάω [fevγoði’kao]: κρύβομαι γιατί καταζητούμαι από τον νόμο. [< φεύγ(ω) –ο- δικ(ώ) –άω].

  • φευγούλα, η [fe’vrula]

    φευγούλα, η [fe’vrula]: φυγή. [φύγ(ω) -ούλα]. Και: https://ilialang.gr/φευγάλα-η-fevγala/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φέγγος, το [‘feŋgos]

    φέγγος, το [‘feŋgos]: το φως. [< φέγγ(ω) –ος].

  • φεγγρίζει [fe’ŋgrizi]

    φεγγρίζει [fe’ŋgrizi]: α. βλέπει αμυδρά. β. (μτφ.) διαπερνά κπ. το φως εξαιτίας της αδυναμίας του [< φεγγαρίζω < φεγγάρ(ι) -ίζω (αποβ. του [a] ίσως από επίδρ. του φεγγίζω)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φελάει [fe’lai]

    φελάει [fe’lai]: ωφελεί: ‘Δε φελάει!’. [< (ω)φελεί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φαρφάλα, η [fa’rfala]

    φαρφάλα, η [fa’rfala]: η πολυλογία, βλακεία: ‘Ούλο φαρφάλες λες’ [< τουρκ. farfar(a) ( [-fará] ) -ας (από τα αραβ., σύγκρ. φαμφαρόνος)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φασκιά, η [fa’sca]

    φασκιά, η [fa’sca]: πλατιά λωρίδα υφάσματος με την οποία τύλιγαν τα βρέφη: ‘Είναι μωρό στις φασκιές ακόμα’. [ελνστ. φασκία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. fasc(ia) ( [fá-] ) -ία].

  • φασούλια, τα [fa’suʎa]

    φασούλια, [fa’suʎa]: τα φασόλια. [< φασόλι].

  • φακιόλι, το [fa’coli]

    φακιόλι, το [fa’coli]: α. (προφ.) γυναικείο μαντίλι που δένεται στο κεφάλι για να το προστατεύει, κυρίως κατά την εκτέλεση οικιακών εργασιών· β. πετσέτα φαγητού (πρβ. τσεμπέρι). [μσν. φακιόλιν < ελνστ. φακιάλιον < υστλατ. facial(e) ‘κεφαλόδεσμος΄ -ιον < λατ. facies ‘πρόσωπο΄ με επίδρ. του ελνστ. φακιόλιον (ίδ. σημ.) < λατ. fasciol(a) ‘μικρός επίδεσμος΄ -ιον]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φάλαρα, τα [‘falara]

    φάλαρα, τα [‘falara]: α. μεταλλικά κοσμήματα της περικεφαλαίας. β. στολίδια του μετώπου, του χαλιναριού ή των ηνίων του αλόγου. [λόγ. < αρχ. φάλαρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φαλαρίδα, η [fala’riða]

    φαλαρίδα, η [fala’riða]: είδος αγριόχορτου με σκληρά και αρκετά αιχμηρά αγκάθια. Και: https://ilialang.gr/αφαλαρίδα-η/

  • φαρμακίλα, η [farma’cila]

    φαρμακίλα, η [farmaˈcila]: έντονα δυσάρεστη διάθεση (μτφ): “Άσε με στην φαρμακίλα μου, παιδάκι μου’. [φαρμάκ(ι) -ίλα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φαρμακώνω [farma’kono]

    φαρμακώνω [farma’kono]: α. δίνω σε κπ. δηλητήριο, δηλητηριάζω, σκοτώνω με δηλητήριο. β. για πικρή γεύση: ‘Δεν έβαλα ζάχαρη στον καφέ και φαρμακώθηκα’. γ. (μτφ.) ‘Φαρμάκωσε τώρα’ (τρώγε τώρα) ή ‘κάνει φαρμάκι’ (κάνει πολύ κρύο) (αρχ. φαρμακῶ ‘θεραπεύω με φάρμακα΄)].

  • φωτερά, τα [fote’ra]

    φωτερά, τα [fote’ra]: τα μάτια. [φωτ- (φως) -ερά].