Κατηγορία: Φ
-
φιλέρι, το [fi’leri]
φιλέρι, το [fi’leri]: ροζ ή κόκκινο σταφύλι. [αλβα. fillër -ι].
-
φρόκαλο, το [‘frokalo]
φρόκαλο, το [‘frokalo]: σκουπίδι. [μσν. ρ. φροκαλ(ώ) ‘σκουπίζω΄ -ο (αναδρ. σχημ.) < φροκάλ(ι) -ώ < φλοκάλι (ανομ. υγρών [l-l > r-l] ) < μσν. φιλοκάλιον ‘σκούπα΄ (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. φιλόκαλ(ος) ‘που του αρέσει η ομορφιά΄ -ιον (πρβ. ρ. φιλοκαλῶ ‘αγαπώ την ομορφιά΄, ελνστ. σημ.: ‘εξωραΐζω΄, μσν. σημ.: ‘βάζω σε τάξη΄)]. Και: https://ilialang.gr/σαρίδι-το/
-
φουγκαρία, η [funga’ria]
φουγκαρία, η [funga’ria]: η φωτιά: ‘Άναψε μια φουγκαρία που έφτασε ίσαμε πάνω’.
-
φλέσουρα, τα [‘flesura]
φλέσουρα, τα [‘flesura]: α. ξερά φύλλα δέντρου. β. άχρηστα: ‘Πήρε όλα τα φλιέσκουρα και τα πέταξε’. Και: https://ilialang.gr/φλέσουρα-τα/
-
φευγάλα, η [fe’vγala]
φευγάλα, η [fe’vγala]: η φυγή: ‘Τον έπιασε μια φευγάλα’. [φεύγ(ω) -άλα]. Και: https://ilialang.gr/φευγούλα-η/
-
φτερογής, το [ftero’γis]
φτερογής, το [ftero’γis]: χωράφι με χώμα που τρίβεται.
-
φώτιμα, το [‘fotima]
φώτιμα, το [‘fotima]: το ξημέρωμα: ‘Περιμένει μέχρι να βγει το φώτιμα’. [< φώτι(σ)μα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φώλος, ο [‘folos]
φώλος, ο [‘folos]: το φώλι, το αυγό που βάζουν στη φωλιά για να κλωσίσει η κότα. [< φώλ(ι) –ος]. Και: https://ilialang.gr/φώλι-το-foli/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φωτίζω [fo’tizo]
φωτίζω [fo’tizo]: αδυνατίζω λόγω έλλειψης τροφής [αρχ. φωτίζω].
-
φυρός [fi’ros]
φυρός, -ή, -ό [fi’ros]: (μτφ.) που έχουν μειωθεί οι πνευματικές του ικανότητες, η αντίληψη, η κρίση του: ‘Φυρό μυαλό. Ο καημένος είναι λίγο φυρός’. [αρχ. φυρ(ῶ δες στο φυραίνω) -ός (αναδρ. σχημ.)].
-
φυσήχτρα, η [fi’sixtra]
φυσήχτρα, η [fi’sixtra]: τρυπημένο καλάμι για το τρύπημα της φωτιάς. [ < φυσάω < φύσησ- ηχτρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φυσουνιασμένος [fisuɲa’smenos]
φυσουνιασμένος, -η, -ο [fisuɲa’smenos]: αυτός που είναι υπό την επήρεια ουσιών. ‘Δεν τόνε βλέπεις; Είναι φυσουνιασμένος!’ [<φυσούν(ι) -ιασμένος < φυσ(ώ) -όνι ( [o > u] από επίδρ. του [n] )].
-
φώλι, το [‘foli]
φώλι, το [‘foli]: αληθινό ή ψεύτικο αυγό που βάζουν στη φωλιά της κότας για να την κάνουν να γεννήσει εκεί και όχι σε άλλο μέρος. [φωλ(ιά) υποκορ. -ι]. Και: https://ilialang.gr/φώλος-ο/
-
φυράδα, η [fi’raða]
φυράδα, η [fi’raða]: η χαραμάδα. [< φυρ(ός) –άδα].
-
φτερακάω [ftera’kao]
φτερακάω [ftera’kao]: α. φτερουγίζω, πετάω. β. (μτφ.) πεθαίνω: ‘Εγώ ίσαμε τότε, θα έχω φτερακίσει’. [ < φτερ(ουγίζω) -ακάω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φτου [ftu]
φτου [ftu]: εκεί. Και: https://ilialang.gr/εδεφτούλια-επιρ-το-ίδιο-με-το-εδευτού/ Και: https://ilialang.gr/ευτού/ Και: https://ilialang.gr/εδεφτού/
-
φτούνα [‘ftuna]
φτούνα [‘ftuna]: αυτά εκεί.
-
φτουράω [ftu’rao]
φτουράω [ftu’rao]: α. (για πρόσ.) είμαι επαρκής, ικανός για κτ.: ‘Το κρασί δε φτούρησε’. β. (για πργ.): Tα λόγια του (δε) φτούρησαν, (δεν) ήταν επαρκή ώστε να πείσουν, να επηρεάσουν σοβαρά. [ίσως λατ. obduro ‘επιμένω, αντέχω’ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επίδρ. του φτάνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φρατζιάτα, η [fra’dzʝata]
φρατζιάτα, η [fra’dzʝata]: πρόχειρο καλύβι από χόρτα για το καλοκαίρι, στέκι. ‘Ο βοσκός καθόταν στη φρατζιάτα του για να ξαπωστάσει’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φρίκιασα [‘fricasa]
φρίκιασα [‘fricasa]: φοβήθηκα. [< αρχ. φρίκ(η) –ιασα].