Κατηγορία: Υ
-
υφάδι, το [i’faði]
υφάδι, το [i’faði]: το κατά πλάτος και κάθετο στο στημόνι νήμα του υφάσματος που υφαίνεται στον αργαλειό. [μσν. υφάδιον υποκορ. του αρχ. ὑφ(ή) –άδιον]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
υγιός, ο [i’ʝos]
υγιός, ο [i’ʝos]: ο γιος. [αρχ. υἱός].