Κατηγορία: Τ
-
τσιμπολάμπα, η [tsibo’lamba]
τσιμπολάμπα, η [tsibo’lamba]: μικρός λύχνος. [τσιμπ(άω) -ο- λάμπα].
-
τζερεφός [ndzere’fos]
τζερεφός, -ή, -ό [ndzere’fos]: αδύνατος. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
τάχατες [‘taxates]
τάχατες [‘taxates]: (επίρρ.) τάχα. [< τάχα με προσθήκη του -τε αναλ. προς το κάποτε· προσθήκη του -ς αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: χτες]. Και: https://ilialang.gr/τάχατε-taxate/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τύραγνα, τα [‘tiraγna]
τύραγνα, τα [‘tiraγna]: τα αγαθά που αποκτήθηκαν με πολύ κόπο. Και: https://ilialang.gr/τούραγνα/
-
τρεμοκουκουρίζω [tremokuku’rizo]
τρεμοκουκουρίζω [tremokuku’rizo]: τρέμω από το κρύο: ‘Τρεμοκουκούραγε από τ’αγιάζι]. [τρέμω + λέξη άγνωστης προέλευσης]. Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω/ Όπως και: https://ilialang.gr/τρεμοκουρκίζω/
-
τρογύρω [tro’γiro]
τρογύρω [tro’γiro]: τριγύρω [μσν. τριγύρω < τρι- + γύρω]. Και: https://ilialang.gr/τροΰρω-τρογύρω/
-
τροκάνι, το [tro’kani]
τροκάνι, το [tro’kani]: το κουδούνι των προβάτων. [τροκάν(α) υποκορ. -ι]. Και: https://ilialang.gr/τσοκάνι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσούπα, η [‘tʃupa]
τσούπα, η [‘tʃupa]: α. κόρη: ‘Έχει ένα παιδί και δύο τσούπες’. β. κορίτσι, κοπέλα. [αλβ. tšuprë, tšupa]. Και: https://ilialang.gr/τσούπρα-η/ Και: https://ilialang.gr/τσουπί-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουρουφλάω [tsuru’flao]
τσουρουφλάω [tsuru’flao]: καίω με κερί. [τσουρουφλ(ίζω) -άω]. Και: https://ilialang.gr/τσουρουφλίζω/
-
τεφτέρι, το [te’fteri]
τεφτέρι, το [te’fteri]: τετράδιο για σημείωση χρεών. [τουρκ. defter ‘τετράδιο’ -ι]. Και: https://ilialang.gr/δεφτέρι-ή-τεφτέρι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
τσαγκό [tsa’ngo]
τσαγκό, το [tsa’ngo]: η δυστροπία, [< ταγκός με ισχυροπ. της άρθρ.].
-
τσαμπούρι, το [tsa’mburi]
τσαμπούρι, το [tsa’mburi]: το μικρό τσαμπί του σταφυλιού. [τσαμπ(ί) -ούρι < μσν. τσαμπί < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα΄ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] ]].
-
τουρλοκωλιάζω [turloko’ʎazo]
τουρλοκωλιάζω [turloko’ʎazo]: σηκώνω τα οπίσθια: ‘Τουρλοκολιάστηκε από το ζώο’ (έπεσε εξαιτίας ενός ζώου). [< τούρλ(α) –ο- κώλ(ος) –ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσακουμάκης, ο [tsaku’makis]
τσακουμάκης, ο [tsaku’makis]: ο γρήγορος [τουρκ. çakmak < τσακμάκ(ι) -άκης].
-
τουρλοκώλι, το [turlo’koli]
τουρλοκώλι, το [turlo’koli]: το στρογγυλό χωράφι. [μσν. τρουλλωτός ‘που έχει τρούλο΄ με μετάθ. του [r] < τρουλλώ(νω) -τός < τουρλ(ωτός) + κώλ(ος) -ι].
-
τσαχαγιάς [tsaxa’jas]
τσαχαγιάς [tsaxa’jas]: ο τυροκόμος.
-
τσιούλα, η [‘tsiula]
τσιούλα, η [‘tsiula]: προβατίνα με μικρά αυτιά. Και: https://ilialang.gr/τσούλα-η-tsula/
-
τσέλιγκας, ο [‘tseliŋgas]
τσέλιγκας, ο [‘tseliŋgas]: αυτός που έχει μεγάλα κοπάδια ζώων: ‘Αυτός είναι τσέλιγκας. Κατέχει ούλο το χωριό!’ [< σλαβ. çelnik ‘αρχηγός’ -ας].
-
τριλείρης, ο [tri’liris]
τριλείρης, ο [tri’liris]: πετεινός με τρία λειριά. [< τρι(α) + λειρ(ί) -ης].
-
τσιμπουρή, η [tsimbu’ri]
τσιμπουρή, η [tsimbu’ri]: η προβατίνα που έχει μικρές ρώγες. [τσιμπούρ(ι) -ή].