Κατηγορία: Σ

  • σαπάνου [sa’panu]

    σαπάνου [sa’panu]: προς τα επάνω. [< (ί)σ(ι)α πάν(ω) –ου].

  • σαπίτης, ο [sa’pitis]

    σαπίτης, ο [sa’pitis]: είδος φιδιού.

  • σάρα, η [‘sara]

    σάρα, η [‘sara]: α. σκουπίδια. β. (μτφ.) οι άχρηστοι άνθρωποι. [σαρ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]. Και: https://ilialang.gr/κατασάρα-τα-απομεινάρια/

  • σάρωμα, το [‘saroma]

    σάρωμα, το [‘saroma]: το σκούπισμα [λόγ. < ελνστ. σάρωμα ‘σκουπίδια΄ κατά τη σημ. του σαρώνω].

  • σακάτου [sa’katu]

    σακάτου [sa’katu]: προς τα κάτω. [< (ί)σα κάτ(ω) -ου]. Και: https://ilialang.gr/σαίσια-κά-κάτου/

  • σάλα, η [‘sala]

    σάλα, η [‘sala]: α. το μεγαλύτερο και συνήθ. το ωραιότερο δωμάτιο του σπιτιού, που προορίζεται για την υποδοχή των επισκεπτών· σαλόνι. β. μεγάλη αίθουσα, συνήθ. σε ξενοδοχείο, για χορούς, δεξιώσεις κτλ. [ιταλ. sala].

  • σαλαγκάω [sala’gao]

    σαλαγκάω [sala’gao]:  οδηγώ τα ζώα με κραυγές, σφυρίγματα για να προχωρήσουν [ελνστ. σαλαγῶ ‘ταρακουνώ (για τη θάλασσα)΄ (πρβ. ελνστ. σαλαγή ‘κραυγή΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σαλαμούρα, η [sala’mura]

    σαλαμούρα, η [sala’mura]: άρμη για τη συντήρηση διάφορων τροφίμων. [παλ. ιταλ. ή βεν. salamora ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]. Όπως και: https://ilialang.gr/άρμη-η/

  • σάλμη, η [‘salmi]

    σάλμη, η [‘salmi]: το άχυρο της βρόμης. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σάλντιξα [‘saldiksa]

    σάλντιξα [‘saldiksa]: πέταξα, ξαπόστειλα [ίσως, ιταλ. saltar(e) -ω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σαμαρίτσα, η [sama’ritsa]

    σαμαρίτσα, η [sama’ritsa]: ξύλινη κατασκευή σαν ανάποδο σαμάρι που χρησίμευε για κούνια μωρών. [< σαμάρ(ι) -ίτσα].

  • σα κά [sa ka]

    σα κά [sa ka]: προς τα κάτω. [(ί)σα κά(τω)]. Και: https://ilialang.gr/σακάτου/

  • σαδώ [sa’ðo]

    σαδώ [sa’ðo]: προς τα δω. [(ί)σ(ι)α εδώ]. Και: https://ilialang.gr/σιαδώ-ʃia-δo/

  • σαίκο, το [‘seko]

    σαίκο, το [‘seko]: γερό, ανθεκτικό: ‘Είναι τελείως σαίκο’ (είναι απόλυτα γερό). Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σάϊσμα, το [‘saizma]

    σάϊσμα, το [‘saizma]: στρωσίδι από αργαλειό το οποίο υφαίνεται από γίδινο μαλλί. [< σάγισμα < σαγίον < αρχ. σάγος ‘χοντρός μανδύας’]. Όπως και: https://ilialang.gr/σάγισμα-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σαΐτα, η [sa’ita]

    σαΐτα, η [sa’ita]: α. είδος μικρού ευκίνητου φιδιού. β. εξάρτημα του αργαλειού, με το οποίο περνούν το υφάδι μέσα από τις κλωστές του στημονιού καθώς και το αντίστοιχο εξάρτημα της ραπτομηχανής. [μσν. σαΐτα < σαγίτα με αποβ. του μεσοφ. [j] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σφαλάγγι, το [sfa’laɟi]

    σφαλλάγγι, το [sfa’laɟi]: η αράχνη. [μσν. σφαλάγγι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s] ;)]. Και: https://ilialang.gr/σφάλαγγας-γγι/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σφαλαγγάκι, το [sfala’ŋgaki]

    σφαλαγγάκι, το [sfala’ŋgaki]: α. η μικρή αράχνη. β. (μτφ.) το ζωηρό μωράκι. [μσν. σφαλάγγ(ι ) -ακι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s] 😉 -άκι].

  • συχαρίκι, το [sixa’riki]

    συχαρίκι, το [sixa’riki]: το φιλοδώρημα σε αναγγελία καλής είδησης. [μσν. συγχαρίκια με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ‘συγχαρητήρια δώρα΄ < συγχαρ- (συγχαίρω) -ίκια, πληθ. του -ίκιον > -ίκι].

  • σύρτης, ο [‘sirtis]

    σύρτης, ο [‘sirtis]: α. εξάρτημα της κλειδωνιάς. β. (μτφ.) αυτός που μεταφέρει κλεμμένα ζώα από τόπο σε τόπο. [ελνστ. σύρτης ‘σκοινί για τράβηγμα’]. Και: https://ilialang.gr/μάνταλο-το-mandalo/